Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Τόνι Τζαντ συνέλαβα τον εαυτό μου να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει την ίδια σελίδα όχι γιατί δεν την κατανοούσα, αλλά γιατί η ανάγνωσή της μου προκαλούσε αισθητική και ιδεολογική απόλαυση. Γνωρίζω πως ο ρόλος ενός βιβλιοκριτικού είναι να παρουσιάζει θετικές και αρνητικές πτυχές ενός βιβλίου και όχι να το υμνεί. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να υποστηρίξω πως αυτό εδώ το έργο του Τόνι Τζαντ δεν είναι απλώς ένα καλό βιβλίο. Είναι το βιβλίο της θεμελίωσης του κράτους πρόνοιας ως σύγχρονης αξίας του ανθρωπισμού. Είναι το βιβλίο της προτεραιότητας της πολιτικής έναντι της οικονομικής επίδοσης.

Ποιος όμως είναι ο Τόνι Τζαντ; Γεννημένος το 1948, σπούδασε Ιστορία στο Κέμπριτζ και στην Ecole Normale Superieure και το 1988 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου και από το 1995 διηύθυνε το Ινστιτούτο Remarque Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Πριν απ’ όλα αυτά ήταν φανατικός σιωνιστής. Μάλιστα το 1967 συμμετείχε εθελοντικά στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Εκεί όμως ήρθε σε άμεση επαφή με το μίσος και την αδιαφορία για την τύχη των απλών αράβων πολιτών και από τότε εγκατέλειψε κάθε εθνικιστική προδιάθεση και ανέδειξε στην επιφάνεια το βαθύ αίσθημα ανθρωπισμού που τον διακατείχε. Αίσθημα που τον ενέπνευσε σε όλο του το έργο.

Ξεκίνησε την επιστημονική του πορεία ως ιστορικός του γαλλικού σοσιαλισμού και συνέχισε ως ιστορικός των ιδεών. Ενα πολύ σημαντικό βιβλίο του είναι «Το βάρος της ευθύνης» (1988), όπου διαπραγματευόταν τη ζωή και τις ιδέες τριών σημαντικών διανοουμένων του 20ού αιώνα: του Λεόν Μπλουμ, του Ρεϊμόν Αρόν και του Αλμπέρ Καμί. Αυτό που χαρακτήριζε αυτούς τους τρεις διανοουμένους ήταν το πάθος για το δίκαιο και η αγανάκτησή τους για την απουσία της ελευθερίας και της ισότητας στις κοινωνίες. Αυτό το πάθος για το δίκαιο και για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων ενέπνεε και τον ίδιο τον Τζαντ. Από το 2008 βρισκόταν καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα λόγω της ασθένειας Λου Γκέρινγκ (επιθετική μορφή πλάγιας αμυοτροφικής σκλήρυνσης) και μιλούσε με τη βοήθεια μιας αναπνευστικής συσκευής. Πέθανε τον Ιούνιο του 2010.

Η «Ευρώπη μετά τον Πόλεμο» (2005) είναι η Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης. Κυρίως όμως είναι η Ιστορία της συγκρότησης, της αποδόμησης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και της ανάγκης επιστροφής σε αυτό κατά τον 21ο αιώνα σε διαφορετικό πλαίσιο.

Ο Τζαντ αναφέρεται σε τέσσερις μεγάλες περιόδους στην Ιστορία τής μετά τον πόλεμο Ευρώπης. Στην πρώτη περίοδο (1945-1953) τέθηκαν τα ζητήματα που αφορούσαν την ανόρθωση της Ευρώπης μετά τον καταστροφικό πόλεμο. Η Ευρώπη είναι πλέον μια ήπειρος χωρισμένη στα δύο, την οποία όμως ταλαιπωρούν κοινά προβλήματα. Αυτή η χωρισμένη ήπειρος, ταυτόχρονα με τα προβλήματα της καταστροφής των υποδομών, της φτώχειας και της ανάγκης ανόρθωσης οικονομιών και κοινωνιών, έχει να αντιμετωπίσει και το ζήτημα της τιμωρίας των ενόχων. Εχει όμως να αντιμετωπίσει και ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα: αυτό του κυνισμού που εξέθρεψε η βία. Ο πόλεμος δεν αποθάρρυνε μόνο την υπακοή στην καταργημένη εξουσία, αλλά και οποιοδήποτε αίσθημα ευγένειας ή δεσμού μεταξύ των ατόμων.

Από τη μια πλευρά, επομένως, είναι η Ευρώπη των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών και από την άλλη αυτή του ολοκληρωτικού ανατολικοευρωπαϊκού κομμουνισμού. Η πένα του Τζαντ δεν χαρίζεται σε καμία από τις δύο. Είναι όμως αμείλικτη κατά των καθεστώτων σκότους και ζόφου που δημιουργήθηκαν στην ανατολική πλευρά της ηπείρου. Στη Δυτική Ευρώπη, παρά τα λάθη, τις παραλείψεις και τις ταξικές συγκρούσεις, με τη βοήθεια και του Σχεδίου Μάρσαλ, εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας. Σε αυτό το πλαίσιο ο αναγνώστης θα διαβάσει για τις εξελίξεις στην οικονομία, τις γεωπολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές. Θα βρει όμως αποκαλυπτικές τις σελίδες για την προσπάθεια ανόρθωσης της Δυτικής Ευρώπης και συγκλονιστικές αυτές που αφορούν την κοινωνία των δικών και των γκουλάγκ που στήθηκαν στο ανατολικό τμήμα. Ο Τζαντ δεν διστάζει να υποστηρίξει πως η ιστορία της Ανατολικής κομμουνιστικής Ευρώπης είναι μια κατάσταση ενός ακήρυκτου πολέμου των κυβερνώντων κομμουνιστικών κομμάτων εναντίον της κοινωνίας. Επικρίνει όμως και εκείνους τους διανοουμένους της μεταπολεμικής Ευρώπης οι οποίοι, με τη φωτεινή εξαίρεση του Καμί, γίνονται κήρυκες ιδεών μίσους και διχασμού, αντί να στρατευτούν στην υπόθεση του ανθρωπισμού και του κοινωνικού κράτους.

Η δεύτερη περίοδος (1953-1971) είναι αυτή της ευημερίας αλλά και των δυσαρεστημένων, και από τις δύο πλευρές. Εδώ ο συγγραφέας παρακολουθεί τις προσπάθειες που γίνονται στη Δυτική Γερμανία για την αποφυγή μιας δεύτερης Βαϊμάρης, αλλά και το στήσιμο του ανατολικογερμανικού Τείχους. Είμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, των αντιαποικιακών πολέμων, της διαμορφούμενης γαλλογερμανικής συμμαχίας στο πλαίσιο της ΕΟΚ (1957). Παρακολουθούμε επίσης την άνοδο του ρόλου του κράτους στην προσπάθεια οικοδόμησης μια πιο δίκαιης και λιγότερο άνισης κοινωνίας. Είμαστε στην εποχή του τετράπτυχου υψηλές δημόσιες δαπάνες – προοδευτική φορολογία – πλήρης απασχόληση – λελογισμένες αυξήσεις μισθών. Είμαστε στην ώρα της σοσιαλδημοκρατίας. Ωρα που ακολούθησαν και οι συντηρητικές δυνάμεις. Την ίδια όμως περίοδο ξεσπά και η τρομοκρατική, δεξιά και αριστερή, βία. Για δε τον Μάη του ’68 ο συγγραφέας δεν τρέφει και τα καλύτερα αισθήματα. Μένω μόνο στην αναφορά του ότι ο Μάης ήταν μόνο μια «επανάσταση των διανοουμένων». Επίσης, παρουσιάζει την καταστολή της Ανοιξης της Πράγας ως τον προάγγελο της μελλοντικής κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Η τρίτη περίοδος (1971-1989) ξεκινά με την απόφαση για την ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνεχίζεται με την πετρελαϊκή κρίση, την πτώση των ποσοστών κέρδους, την οικονομική ύφεση. Στο προσκήνιο έρχονται οι ιδέες της απαξίωσης του κράτους πρόνοιας και του δημόσιου τομέα. Απόψεις που δυστυχώς ακόμη και σήμερα έχουν μεγάλη πέραση στην Ευρώπη της γερμανικής λιτότητας. Ευρώπη που καμία σχέση δεν είχε με αυτή την «παλιά», όπου συνδυαζόταν η αναγκαία δημοσιονομική πειθαρχία με τη λειτουργία του κράτους πρόνοιας ως δημόσιου τομέα παροχής υπηρεσιών. Είμαστε πλέον στην περίοδο όπου εμφανίζονται οι πρώτοι άνεμοι της αμφισβήτησης του μεταπολεμικού κοινωνικού μοντέλου, της προτεραιότητας της πολιτικής έναντι της οικονομίας και των μεγάλων ιδεολογιών. Είμαστε στην εποχή των «Μειωμένων Προσδοκιών» και της Θάτσερ. Αυτή είναι επίσης η περίοδος της όξυνσης της τρομοκρατίας, αλλά και η εποχή της προσέγγισης των δύο Γερμανιών, των ισχυρών ηγετών (Βίλι Μπραντ, Μιτεράν, Κολ, Θάτσερ), του ευρωκομμουνισμού, της «σοσιαλιστικής» στασιμότητας, της ανόδου του πολωνού Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’. Ανοδος που σηματοδοτεί και την αρχή της πτώσης του ανατολικοευρωπαϊκού ολοκληρωτικού μοντέλου.

Πτώση που συνδέεται με την κατάρρευση της αντίληψης Γκορμπατσόφ για τη δυνατότητα ανανέωσης του κομμουνιστικού μοντέλου.

Ενα μοντέλο το οποίο, παρά τις αυταπάτες Γκορμπατσόφ, δεν μπορούσε να αλλάξει. Μπορούσε μόνο να ανατραπεί. Ανατροπή την οποία ο συγγραφέας παρακολουθεί αναλύοντας τις εξελίξεις από το 1989 έως το 2005. Εξελίξεις της τέταρτης περιόδου, που περιλαμβάνει την πτώση του κομμουνισμού και την άνοδο της Ευρώπης του ενιαίου νομίσματος. Εδώ ο συγγραφέας, πολλά χρόνια πριν από την οικονομική κρίση, διακρίνει τις αδυναμίες της αρχιτεκτονικής του κοινού νομίσματος και τις στηλιτεύει.