Η κρίση της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος αποτελεί συνέπεια και της ποιότητας της πολιτικής ηγεσίας: του τρόπου άσκησης εξουσίας και των πρακτικών διακυβέρνησης, της σχέσης με τους υποστηρικτές, του περιεχομένου των προγραμμάτων και των πολιτικών, της επιλογής των στελεχών, της αξιολόγησης των ευκαιριών δράσης και της ποιότητας των αποφάσεων. Στον χώρο της Κεντροδεξιάς φαίνεται ότι κατανόησαν τη σύνδεση κρίσης και ηγεσίας. Τα δύο ιδρύματα Κ. Καραμανλή και Κ. Μητσοτάκη ανέλαβαν την πρωτοβουλία να υποστηρίξουν δημοσίως τις κυβερνητικές θητείες των δύο πρωθυπουργών αντιστοίχως (γιατί άραγε το ΠΑΣΟΚ δεν κάνει το ίδιο για τις κυβερνητικές θητείες Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτη;).

Οι πρωθυπουργοί Καραμανλής και Μητσοτάκης διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο τη μεταπολεμική περίοδο. Είναι όμως λάθος να συγκριθούν. Η θητεία Καραμανλή για περίπου μία δεκαετία μετά το 1974 υπήρξε περίπτωση μεταμορφωτικής ηγεσίας. Είναι αδιαμφισβήτητη η συμβολή του στη διαμόρφωση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, στο οποίο περιθωριοποιήθηκαν τα άκρα, εμπεδώθηκε ένα πνεύμα κατευνασμού και οριστικής διευθέτησης οξύτατων αντιπαραθέσεων (πολιτειακό, εθνικοφροσύνη) και ένα κοινοβουλευτικό πλαίσιο για τον κομματικό ανταγωνισμό δίχως αποκλεισμούς. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι όλα αυτά τα διασφάλισε και από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στην οποία μετακινήθηκε διαβλέποντας το πέρασμα της σκυτάλης της λαϊκής εντολής στο ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ του 1981.

Επειδή όμως καμία πρωθυπουργική θητεία δεν προσφέρει αντίδοτα «διά πάσαν νόσον», η μεταμορφωτική ηγεσία της πολιτειακής αλλαγής του Καραμανλή δεν είχε ανάλογες μεταμορφωτικές συνέπειες στα παρωχημένα πρότυπα λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας. Ωστόσο, ο Καραμανλής με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ κατοχύρωσε τον κρίσιμο καταλύτη για να δρομολογηθούν αργότερα αυτές οι αλλαγές για τον ευρωπαϊσμό κράτους και οικονομίας, έστω και αν αυτός προωθήθηκε κατά τρόπο ράθυμο και αλυσιτελή.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-93) είναι περισσότερο χρήσιμο να συγκριθεί με την κυβέρνηση Καραμανλή 1961-63. Μία τέτοια σύγκριση θα διαφωτίσει ορισμένα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής πολιτικής. Ο Καραμανλής μετά τις εκλογές 1961 βρέθηκε σε σύγκρουση με την αξιωματική αντιπολίτευση του Γεωργίου Παπανδρέου και τα αιτήματα (την αντίθεση λαού – ελίτ) του ανένδοτου αγώνα, με τα ανάκτορα, καθώς και με τις αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν το Κυπριακό, η δολοφονία Λαμπράκη και εν γένει ο ριζοσπαστισμός της περιόδου.

Σε ένα τέτοιο πολιτικό πλαίσιο η βούληση του Καραμανλή να επιφέρει δημοκρατικές αλλαγές προσέκρουσε σε θεσμικούς περιορισμούς (Σύνταγμα 1952), αλλά και σε πολιτικούς, λόγω της μερικής μόνον υποστήριξης για τέτοιες αλλαγές στο εσωτερικό της παράταξής του.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέλαβε τα καθήκοντά της έπειτα από την κορύφωση της πόλωσης σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά και την παραπομπή σε δίκη του αντιπάλου αρχηγού και μελών της κυβέρνησής του, τα αποτυχημένα εγχειρήματα των κυβερνήσεων συνεργασίας και μία οικονομική κατάσταση που έφερνε τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας.

Τα προβλήματα της ηγεσίας Μητσοτάκη ήταν πολιτικού χαρακτήρα. Ενα στρεβλό εκλογικό σύστημα περιόρισε το 46,7% σε μία απόλυτα οριακή κοινοβουλευτική ομάδα των 150 εδρών.Κυρίως, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν οδηγήθηκε συντεταγμένα με ισχυρή κοινωνική νομιμοποίηση στην εφαρμογή του κυβερνητικού της προγράμματος. Τα στελέχη της κυβέρνησης, το προσωπικό που κλήθηκε να υπηρετήσει κρίσιμες θέσεις και μεγάλο μέρος της κομματικής βάσης έδειξαν απρόθυμοι να συνταχθούν με το γράμμα και την ουσία των μεταρρυθμίσεων. Τελικά πέτυχε να ανακόψει τον δημοσιονομικό κατήφορο της χώρας, αλλά κυρίως να χαράξει τον δρόμο για τις επόμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ στην κατεύθυνση της ΟΝΕ και σε μέτρα εκσυγχρονισμού της οικονομίας και εξορθολογισμού του κράτους.

Ωστόσο, η δημόσια συζήτηση δεν πρέπει να περιοριστεί στα πεπραγμένα, αλλά κυρίως στους ανεκπλήρωτους στόχους και τους λόγους αποτυχίας. Με τον τρόπο αυτόν, θα διδαχθούμε ως πολίτες και ηγεσίες από τα λάθη και τις ανεπάρκειες, προκειμένου να διαμορφώσουμε ένα καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης και τελικά μία περισσότερο δίκαιη και ευημερούσα πολιτική κοινωνία.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, συγγραφέας του βιβλίου «Σύγχρονη Πολιτική Ηγεσία. Κρίση και Νέα Θεμέλια Διακυβέρνησης» (εκδ. Παπαζήση)