Το ελληνικό Καρναβάλι καθώς και τα αντίστοιχα της αρχαιότητας, του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, της Αναγέννησης αλλά και άλλων µακρινών λαών παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως τον αυτοσχεδιασµό χοροµιµοδραµάτων κωµικού χαρακτήρα, µε παραµέτρους όπως την πρόσκαιρη –αλλά και ανώδυνη –καταστρατήγηση κοινωνικών απαγορεύσεων µέσα από ένα είδος «παιχνιδιού», βγαλµένου από βαθύτερα ορµέµφυτα, απευθυνόµενου όµως σε ενηλίκους. Ο άνθρωπος, απελευθερωµένος από τις συµβατικότητες, οδηγείται στο παιχνίδι της διακωµώδησης, αψηφώντας τους νόµους, περιγελώντας τις αδυναµίες του, περιπαίζοντας ό,τι δεν µπορεί να αλλάξει, ό,τι µάταια αποζητά, σατιρίζοντας την ιστορία και την κοινωνία, τη σύγχρονη –σε κάθε εποχή –καθηµερινότητα. Η «υπόθεση», που βασίζεται στην αυτοσχεδιαστική ελευθεριότητα, αποκτά ποικίλο περιεχόµενο και αναπλάθει τύπους από τη γύρω πραγµατικότητα: ο γαµπρός, η χαµηλοβλεπούσα νύφη, η κακιά πεθερά, η δικαστική διαδικασία, οι κουτοπονηριές, ο «πρωτευουσιάνος», ο σχολαστικός γραµµατιζούµενος, τα γιατροσόφια του «γιατρού», ο τρόπος οµιλίας και προφοράς κάποιου, σωµατικά ελαττώµατα κ.ο.κ.

Οι «εξάρχοντες των φαλλικών», που ο Αριστοτέλης τούς αναφέρει ως πρωτεργάτες της δραματοποίησης του κωμικού στοιχείου, δεν είναι παρά οι μασκαράδες του αρχαιοελληνικού Καρναβαλιού. Οι μετέπειτα ταπεινοί γελωτοποιοί, οι οποίοι εκτελούν στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης ή του χωριού, τις αποκριάτικες μέρες, τα αυτοσχέδια δημιουργήματά τους διαλεγόμενοι, μιμούμενοι, σατιρίζοντας, φανερώνουν και αυτοί έναν τεράστιο δυναμισμό, βαθιά ριζωμένο στην ανθρώπινη φύση που, πέρα από όποιους κοινωνικούς περιορισμούς και παροδικές λατρευτικές επιδιώξεις, οδηγεί στη χαρά και στη λύτρωση.

Το Καρναβάλι αποτελεί περίοδο μεταμφίεσης, διασκέδασης και ευθυμίας. Τις ρίζες του μπορεί εύκολα να αναζητήσει ο ερευνητής σε προγενέστερες χρονικές εποχές με παράλληλα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο Αριστοτέλης ήδη αναφέρει τη μίμηση «σύμφυτον τοις ανθρώποις εκ παίδων» και το «χαίρειν τοις μιμήμασι πάντας» που συνδέεται με τη φυσική ροπή του ανθρώπου προς το θεάσθαι. Η μίμηση, ωστόσο, ανέκαθεν συνδυάστηκε δημιουργικά και με τη φαντασία, η οποία, καθώς ακολουθεί τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή, ενεργεί πολλές φορές αυτόματα και οδηγεί στην ανάπλαση ψυχικού υλικού και σε εικόνες οπτικές που επηρεάζουν –μαζί με την παράδοση –τον λόγο, τη χορευτική κίνηση, τη μάσκα, το κοστούμι, το σκηνογράφημα ή, στην περίπτωσή μας, το καρναβαλικό «δρώμενο».

Η μίμηση-μεταμόρφωση, με τη βοήθεια των προσωπείων και άλλων στοιχείων της μεταμφίεσης, έδινε, σε πρωτογενές στάδιο, στους μάγους-ιερουργούς τη δυνατότητα να ενσαρκώνουν σε κοινωνικές ή θρησκευτικές εκδηλώσεις τοτέμ, δαίμονες, πνεύματα και θεούς και να ταυτίζονται μαζί τους. Οι αρχικές αυτές μορφές μεταμφίεσης, που κρύβουν μέσα τους αμετακίνητες ορμές και ανάγκες του ανθρώπινου βιοψυχισμού, φαίνεται ότι αποτέλεσαν σταθμό για τη δημιουργία των λατρευτικών δρωμένων, τονίζοντας είτε το υπερφυσικό και το τραγικό που προκαλούσαν το δέος είτε το γελοίο και το κωμικό, με αποτέλεσμα την ευθυμία και το γέλιο.

Παραπέρα βήμα αποτέλεσε η «χορομιμική», μορφή κυρίως χορευτική με εκφραστικές κινήσεις άλλοτε ελεύθερες και άλλοτε περιορισμένες, με κίνηση νατουραλιστική, υποταγμένη σε κώδικα έκφρασης και συντονισμένη με μουσικό ρυθμό που εκτελούσαν οι ίδιοι οι χορευτές ή τραγουδιστές και οργανοπαίκτες. Στη χορομιμική ο άνθρωπος θα εκφράσει παραστατικά εντυπώσεις από τη ζωή, συναισθήματα, διαθέσεις, οράματα ή θα ερμηνεύσει μύθους, θρύλους, γεγονότα, καθημερινότητα.

Ο ρόλος της µάσκας

Τα ανθρώπινα χέρια κατά τη διάρκεια του δρωμένου είχαν σημαντικό ρόλο: απειλούσαν και ικέτευαν, καλούσαν και έδιωχναν, ζητούσαν και υπόσχονταν. Ο συμβολισμός των χορευτικών αυτών χειρονομιών υπήρξε ιδιαίτερα ανεπτυγμένος στους Ασιάτες, ενώ η ρυθμική ποικιλία και η μιμική δεξιοτεχνία στους νέγρους θα φθάσουν στην κορύφωσή τους. Τα αυθεντικά στοιχεία των συμβολισμών είναι γνωστό ότι σταδιακά θα εξασθενήσουν, όπως άλλωστε και το γνήσιο κοινωνικό συναίσθημα που κυβερνούσε άλλοτε την έκφραση των απλών, λαϊκών ανθρώπων.

Η μάσκα, από τα σημαντικότερα στοιχεία σε χορομιμοδράματα των πρωτογόνων, απαντά σχεδόν μόνιμα και σε στάδια εξελιγμένου πολιτισμού, όπως στους αρχαίους Ελληνες και Ρωμαίους, στο έντεχνο θέατρο της σύγχρονης Ευρώπης και της Απω Ανατολής. Ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ή κατασκευασμένη από φθαρτά ή περισσότερο μόνιμα υλικά, άλλοτε ογκώδης και υποβλητική, άλλοτε ελαφρότερη και γραφική, μαζί με το αντίστοιχο κοστούμι βοηθάει τον άνθρωπο να μεταβληθεί σε καινούργιο όν: πρόκειται ουσιαστικά για μεταμόρφωση μέσω της οποίας ο άνθρωπος σπάει τα στενά όρια της ύπαρξής του και μεταφέρεται στη σφαίρα του υπερφυσικού.

Το λαϊκό δρώμενο δεν παρεκκλίνει ποτέ από την καθιερωμένη παράδοση∙ άλλωστε το ακροατήριο αποτελείται από μέλη της κοινότητας θρεμμένα με τις ίδιες παραδόσεις και εξοικειωμένα με τα ίδια συμβάντα και τις τελετουργικές δραστηριότητες: υπό την έννοια αυτή, ο μετέχων στο δρώμενο δεν είναι μόνος. Το κοινό είναι μαζί του, τα θέματά του είναι παραδοσιακά, δημιουργούν ειδικές κοινωνικές απαιτήσεις και εκφράζουν κοινές αξίες. Ο αρχικά απόλυτος συντηρητισμός των ιερών δρωμένων χαλαρώνει στα κοσμικά χορομιμοδράματα και οι γλεντοκόποι των εορταστικών πανηγυριών, υπακούοντας σε μύχιες παρορμήσεις, δίνουν χώρο σε χορομιμικές κινήσεις, σε άσεμνες χειρονομίες, μορφάζουν και «πλάθουν», αυτοσχεδιάζουν, ανάλογα με το κέφι.

Στις μέρες μας, σε πολλά σημεία της χώρας σημειώνονται αντίστοιχα δρώμενα, όπως στον Τύρναβο όπου η Καθαρή Δευτέρα είναι γιορτή ξέφρενης ελευθερίας, με μεγάλους πλαστικούς φαλλούς να επιδεικνύονται, ενώ κυριαρχούν πειράγματα και σεξουαλικά υπονοούμενα. Τα ταμπού, η αστική ηθική και η σεμνοτυφία παραμερίζονται. Η γιορτή παίρνει το όνομά της από ειδική σούπα με σπανάκι και χόρτα που ετοιμάζεται για να καταναλωθεί από τους πανηγυριστές με τη συνοδεία άφθονου τσίπουρου.

Στο Γαλαξίδι γιορτάζεται το «αλευρομουντζούρωμα», όπου εκτός από το αλεύρι χρησιμοποιείται χρωματιστή σκόνη, το φούμο. Το διονυσιακό ξεφάντωμα επιβάλλει το μουντζούρωμα όποιου θα βρεθεί στον δρόμο σου.

Στη Χίο αναβιώνει σε διάφορα χωριά, όπως στα Μεστά, στους Ολύμπους, στο Πυργί, στο Λιθί κ.α., το έθιμο του «αγά» που ξεκινά ως σάτιρα της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Ο αγάς με τους βεζίρηδες δικάζει για διάφορα παραπτώματα όποιον παρευρίσκεται, ενώ τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν. Στο χωριό Θυμιανά γιορτάζεται το έθιμο της «μόστρας» που στηρίζεται σε παλιότερο γεγονός της εποχής της πειρατείας. Οι κάτοικοι μασκαρεύονται και χωρίζονται σε Θυμιανούσιους και πειρατές χορεύοντας πολεμικό χορό, το ταλίμι. Με παραδοσιακές στολές, μουσική και χορό διατρέχουν το χωριό, ενώ ακολουθεί παρέλαση αρμάτων και παραδοσιακό πανηγύρι.

Στη Θήβα, τα «μπουλούκια» και οι «καπεταναίοι», έπειτα από προσκύνημα στο ξωκκλήσι της Αγίας Τριάδος και εστίαση με νηστίσιμα εδέσματα, ξεκινούν για τον κεντρικό δρόμο της πόλης με διαλόγους στα βλάχικα, χορούς και πειράγματα, ενώ καταναλώνεται άφθονο κρασί.

Συµβολισµός της άνοιξης

Τα κοσμικά δρώμενα, όμως, δεν είναι πάντα κωμικά. Στα χωριά ο αγρότης, συναισθανόμενος τον ερχομό της άνοιξης και τη μεταβολή στη φύση, θα επιδιώξει με πράξεις και ενέργειες των οποίων ο πυρήνας ανήκει στον χώρο της μαγείας να προκαλέσει τη βλάστηση και την ευφορία των αγρών, με αποτέλεσμα τη γένεση των αγροτικών, εν πολλοίς «παράδοξων» εθίμων, των λαϊκών δρωμένων ευετηρίας. Με τον τρόπο αυτόν, παράλληλα με τις κωμικές παραστάσεις που τελούνται την Κυριακή και τη Δευτέρα της Τυρινής στις πλατείες των χωριών, παρατηρούνται πράξεις με λατρευτικό ή μαγικό χαρακτήρα. Η διοργάνωση των συγκεκριμένων παραστάσεων δεν αποτελεί υπόθεση ατομική, αλλά προέρχεται από την κοινότητα. Οι πρόκριτοι επιλέγουν τα μέλη της εκείνα που θα υποδυθούν τους αντίστοιχους ρόλους∙ όσοι θα πάρουν μέρος στο δρώμενο πρέπει να αποδώσουν την εντολή που τους ανατέθηκε με επιτυχία, ώστε η σπορά να ευδοκιμήσει και η χρονιά να είναι καρπερή.

Παρατηρήθηκε ότι πολλές καρναβαλικές τελετές αντανακλούν πράξεις της θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών που θυμίζουν τη διονυσιακή λατρεία. Με τους τρόπους αυτούς της ομοιοπαθητικής μαγείας και οι νεοέλληνες χωρικοί προσπαθούσαν να προκαλέσουν τη βλάστηση. Παρόμοια δρώμενα παρατηρήθηκαν και σε διάφορα μέρη της Θράκης με επαναλαμβανόμενα θέματα, όπως η αροτρίαση με νέους και νέες ζευγμένους στο άροτρο, με άσεμνες πολλές φορές ευχές αλλά και με μιμητική συνουσία, με επίδειξη συμβόλων γονιμότητας, όπως «φαλλού»/πράσου όρθιου στο κέντρο μεγάλης πίτας, ενώ στο χωριό Κωστί τα παλικάρια που ζεύονταν στον ζυγό «άμα γλέπασι τις γυναίκες επεφτάσι κάτω μπρούμυτα» και ο ζευγολάτης έπαιρνε χώματα «πε κεί που κάθουντα’ οι γυναίκες και έλειφε τα παιδιά πα στο τσακάτι» (στο μέτωπο)…

Επιλεκτικά θα αναφερθεί ένα λαϊκό δρώμενο από τη Σκύρο, του «γέρου και κορέλας», το οποίο και σήμερα αναβιώνει με επιτυχία. Καρναβαλιστές υποδύονται τους γέρους, πρωταγωνιστικές μορφές του σκυριανού καρναβαλιού· στην ουσία πρόκειται για αναπαραστάσεις τσοπάνηδων με διονυσιακές, ωστόσο, αναφορές όπως προκύπτει τόσο από την αμφίεση όσο και από τη θορυβώδη παρουσία. Η προετοιμασία αποτελεί από μόνη της χρονοβόρα ιεροτελεστία: ο γέρος θα φορέσει στο σώμα ανάποδα το καπότο –την κάπα του βοσκού με τις μακριές μαύρες τρίχες -, στην πλάτη μαξιλάρι για τον σχηματισμό «καμπούρας»∙ στο κεφάλι μπαίνει η κουκούλα του καπότου, ενώ το πρόσωπο κρύβεται με τη μουτσούνα (μισούνα) από δέρμα μικρού κατσικιού όπου ανοίγονται δυο σχισμές –τα μάτια –για να βλέπει. Θα φορέσει επίσης άσπρο μάλλινο κοντοβράκι (κοντοβράτσι), άσπρες υφαντές κάλτσες χωρίς πέλμα (τροχαδόκαλτσες), πέτσινα σανδάλια (τροχάδια). Ενδεικτική των συμβολισμών είναι και η χρήση κουδουνιών (ο εκκωφαντικός θόρυβος τρομάζει και ξορκίζει το κακό)∙ τα τελευταία δένονται στη ζώνη και στερεώνονται από τους ώμους. Κάθε κουδούνι κρέμεται από κρίκο και καθένας τους είναι περασμένος σε σκοινί (λιτάρι) γύρω από τη μέση, ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να προξενούν θόρυβο όταν ο γέρος περιστρέφει τη μέση του ή όταν τρέχει, πηδάει και προσγειώνεται ορμητικά. Τον γέρο συνοδεύουν δύο άλλες εμβληματικές μορφές: η κορέλα και ο Φράγκος. Την κορέλα παλιότερα υποδύονταν άνδρες που με μαντίλι στο χέρι χόρευαν γύρω από τον γέρο τραγουδώντας ειδικούς αποκριάτικους σκοπούς. Ο Φράγκος με ρούχα ευρωπαϊκά, φορώντας ωστόσο τσοπάνικο κουδούνι κρεμασμένο πίσω στη μέση, και με κοχύλι στο χέρι, φυσώντας διαρκώς, παραπέμπει στη διακωμώδηση από τους Σκυριανούς όσων απαρνήθηκαν τη νησιώτικη φορεσιά για να φορέσουν τα «φράγκικα».

Οι Σκυριανοί και σήμερα πιστεύουν στο έθιμο και θεωρούν ευλογία τη συμμετοχή τους σε αυτό.

* Η Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφουείναι ομότιμη καθηγήτρια Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών