Το βραβείο Λένιν απονεμήθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη το 1983. Μεγάλη τιμή για τον έλληνα μουσικό, αλλά και για την Ελλάδα. Οπως μεγάλη τιμή ήταν για την Ελλάδα τα βραβεία Νομπέλ που απονεμήθηκαν στον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Για μένα, πάντως, το βραβείο Λένιν του Μίκη είναι ξεχωριστό. Γιατί το έζησα. Ημουν στη Μόσχα κατά την απονομή. Και ένιωσα από κοντά τη συγκίνηση του Θεοδωράκη, αλλά και των δεκάδων διανοουμένων που είχαν συρρεύσει στο Κρεμλίνο για να συγχαρούν και να χειροκροτήσουν τον σημαντικό, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, συμπατριώτη μας συνθέτη.

Την πρωτοβουλία γι’ αυτό το ιστορικό ταξίδι μου στη Μόσχα είχε ο Μίκης. Φυσικά, πέταξα από τη χαρά μου! Υπήρξε και ενθουσιασμός εδώ, σ’ αυτή την εφημερίδα, της οποίας είμαι συντάκτης από το 1959! Μαζί μας ταξίδεψαν η γυναίκα του Θεοδωράκη, η γυναίκα μου και ο Θεόδωρος Κρίτας, που εκείνη την εποχή έφερνε στη χώρα μας για παραστάσεις τα πιο γνωστά σοβιετικά μπαλέτα.

Θυμάμαι πολύ αυτή τη χρονιά, το 1983, γιατί εκτός από τη βράβευση του Μίκη ξεκίνησε και η ουσιαστική συνεργασία μου μαζί του. Οχι μόνο ουσιαστική, αλλά και πολύχρονη. Ο Θεοδωράκης, τότε, ήταν φοβερά δυσαρεστημένος και δικαιολογημένα, γιατί παρά το τεράστιο και μεγαλειώδες έργο του, σπανίως μεταδιδόταν έστω και ένα τραγούδι του από τη δημόσια τηλεόραση. Είχε αποφασίσει, μάλιστα, να σταματήσει να γράφει τραγούδια. Και είχε πει και το περίφημο «αισθάνομαι σαν τάνκερ στη Λίμνη των Ιωαννίνων»!

Πήγαμε στη Μόσχα μέσω Ανατολικού Βερολίνου γιατί εκεί η Μαρία Φαραντούρη θα τραγουδούσε έργα του Μίκη. Κυρίως τα «επτά τραγούδια του Λόρκα» που είχε μεταφράσει, ειδικά για την περίπτωση, ο Οδυσσέας Ελύτης. Η συναυλία ήταν έξοχη! Μίκης και Φαραντούρη αποθεώθηκαν. Αλλά, φεύγοντας από το Βερολίνο, ο Μίκης, η Μυρτώ, η Ράια κι εγώ, μαζί με τον Κρίτα, δεινοπαθήσαμε. Οι ανατολικογερμανοί τελωνοφύλακες και αστυνομικοί μάς ταλαιπώρησαν αφάνταστα, ζητώντας όχι μόνο τα διαβατήριά μας, αλλά υποβάλλοντάς μας και σε σωματική έρευνα!

Στη Μόσχα, όμως, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Στο αεροδρόμιο μας περίμεναν δύο κρατικά αυτοκίνητα με διερμηνείς, ενώ στρατιωτικό άγημα απέδωσε τιμές στον μεγάλο έλληνα δημιουργό. Ενας από τους διερμηνείς –τι ν’ απέγινε άραγε; -, ας τον πούμε Σεργκέι, θαυμαστής του Θεοδωράκη και πρόσωπο ιδιαίτερης ευφυΐας, ήταν πολύ φιλικός, πολύ εγκάρδιος και δεν μας χάλαγε χατίρι. Χαρακτηριστικό της ευφυΐας του, αλλά και του χιούμορ που διακρίνει τον Μίκη είναι τούτο: η σοβιετική τηλεόραση έστειλε στο ξενοδοχείο μας ένα συνεργείο για να πάρει συνέντευξη από τον Θεοδωράκη. Ο ρεπόρτερ τού έκανε διάφορες ερωτήσεις. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η εξής: «Ανήκετε στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο;». Ο Μίκης απάντησε αμέσως, κάνοντας χιούμορ όπως συνηθίζει: «Ανήκω. Μπορώ να μην ανήκω; Τολμώ να μην ανήκω;». Και ο Σεργκέι μετέφρασε: «Ανήκω. Μπορώ να μην ανήκω;». Μόνον αυτά. Το «τολμώ» που θα δημιουργούσε, ενδεχομένως, ζήτημα –στη Σοβιετική Ενωση ήμασταν, μην το ξεχνάμε –το παρέλειψε!

Το κείμενο αυτό, όμως, δεν το γράφω για το βραβείο Λένιν, τον Μίκη και το ταξίδι στη Μόσχα, αλλά για τα «Πικροσάββατα». Δηλαδή ο Μίκης, αηδιασμένος, όπως είπα, από τη στάση της δημόσιας τηλεόρασης απέναντί του, είχε δηλώσει ότι «εγκαταλείπει οριστικά το τραγούδι». Τις ημέρες όμως της Μόσχας, του μιλούσα συνεχώς, προσπαθώντας να τον πείσω να αναθεωρήσει την απόφασή του. Στην αρχή ήταν ανένδοτος και οργισμένος. Αλλά με το λέγε λέγε άρχισε να κάμπτεται. Και, τελικά, επείσθη να ασχοληθεί και πάλι με το τραγούδι, που τόσο πολύ αγαπούσε και αγαπάει. Και κάναμε, μάλιστα, και μια συμφωνία: μόλις θα γυρίζαμε στην Ελλάδα, θα του έδινα στίχους για να τους μελοποιήσει.

Ετσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Εδωσα στον Θεοδωράκη τους στίχους για δώδεκα τραγούδια! Και μου έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι ο Μίκης, μόλις ξυπνούσε το πρωί, πήγαινε κατευθείαν στο πιάνο και έπιανε δουλειά! Στίχο στίχο και νότα νότα. Και γύρω στις 12 το μεσημέρι μού τηλεφωνούσε για να μου πει ότι είχε γράψει άλλοτε δύο, άλλοτε τρία τραγούδια! Εγώ τα παράταγα αμέσως όλα και έτρεχα στο σπίτι του, που βρίσκεται μόλις 500 μέτρα μακριά από το δικό μου. Ο Μίκης έδειχνε τη χαρά μικρού παιδιού που του χάρισαν ένα υπέροχο δώρο! Του άρεσαν πολύ τα τραγούδια! Γι’ αυτό τα έπαιζε και τα ξανάπαιζε συνεχώς, τραγουδώντας τα.

Οταν τελείωσε η μελοποίηση, απασχοληθήκαμε με το θέμα του ερμηνευτή. Ο Θεοδωράκης πρότεινε αμέσως τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ηταν ωραία ιδέα! Ο Μητροπάνος, με την αρρενωπή και χωρίς φτιασίδια φωνή του, θα μπορούσε να δώσει σάρκα και οστά στα τραγούδια μας. Και να τα απογειώσει! Αλλά υπήρχε και ένα ζήτημα προσωπικό – συναισθηματικό: ο Μίκης αγαπούσε πολύ τον Μητροπάνο. Γιατί ο τραγουδιστής, σε διάφορες φάσεις της ζωής του Θεοδωράκη και ιδίως όταν ο Μίκης δεχόταν απειλές για τη ζωή του από διάφορους ακραίους κύκλους, έσπευδε, μαζί με πολλούς άλλους νέους δημοκρατικών πεποιθήσεων, να φυλάει με βάρδιες το σπίτι του, τις νύχτες, για να μην τολμήσει κανείς να το πλησιάσει. Οπως και δεν το πλησίασε.

Ο Μητροπάνος, τον οποίο κι εγώ αγαπούσα και εκτιμούσα, δέχτηκε με μεγάλη «τρέλα» να τραγουδήσει Θεοδωράκη. Ηταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που θα είχε αυτή την τιμή. Ώς τότε, αν εξαιρέσουμε τον εμπνευσμένο «Αγιο Φεβρουάριο» των Δ. Μούτση – Μ. Ελευθερίου, το ρεπερτόριό του αποτελούσαν τραγούδια του Παπαβασιλείου, του Μουσαφίρη, του Χρυσοβέργη και ενίοτε του Ζαμπέτα. Δεν τα υποτιμώ καθόλου. Διαφορετικό πράγμα, όμως, ο Θεοδωράκης και διαφορετικό οποιοσδήποτε άλλος δημιουργός. Κατά τη γνώμη μου, βέβαια. Χαρακτηριστικό γι’ αυτή την άποψή μου και τούτο: στα «Πικροσάββατα» υπάρχει ένα χασάπικο με τίτλο «Το χατίρι». Το άκουσε η Χάρις Αλεξίου και μου ζήτησε να κάνει σιγόντο στον Μητροπάνο! Πρόσθεσε: «Αισθάνομαι ότι η συμμετοχή μου σ’ αυτόν τον δίσκο θα είναι ένα λουτρό ψυχής!». Και ήρθε όντως και έκανε δεύτερη φωνή.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια όμορφη γειτονιά. Καμάρωνα για τις προσωπικότητές της. Μία από αυτές, η πιο σπουδαία αναμφισβήτητα, ήταν η Μαρία Κάλλας. Εμεινε, μερικά χρόνια, σε μια πολυκατοικία της οδού Πατησίων, στη γωνία με την οδό Σκαραμαγκά. Η οδός Σκαραμαγκά είναι ένα αδιέξοδο στενάκι. Στο τέρμα του, αριστερά, υπήρχε ένα καμπαρέ που έζησε νύχτες μεγάλης δόξας με ημίγυμνες χορεύτριες, ξένες τραγουδίστριες, έξυπνους κομφερανσιέ κ.λπ. Το καμπαρέ αυτό, ύστερα από κοσμικές εμπειρίες δεκαετιών, έκλεισε. Και τη θέση του πήρε ένα στούντιο ηχογραφήσεων που το κουμαντάριζε ένας πρωτοπόρος ηχολήπτης, ονόματι Σήφης Σιγανός.

Εκείνο τον καιρό –ο νους μου τρέχει στη δεκαετία του ’70 –τα στούντιο ηχογραφήσεων ξεφύτρωναν παντού σαν μανιτάρια! Ο λόγος ήταν ότι η δισκογραφία βρισκόταν σε τρομερή άνοδο και οι συνθέτες έγραφαν και ηχογραφούσαν καθημερινώς τραγούδια για να προλάβουν την ασθμαίνουσα, από τη ζήτηση δίσκων, αγορά. Στο στούντιο του Σήφη, που μερικά χρόνια αργότερα πέρασε στα χέρια του ξακουστού Γιάννη Σμυρναίου, το να κλείσει κανείς ώρες για ηχογράφηση ήταν κατόρθωμα! Επρεπε να έχει μέσον για να το πετύχει.

Για τον Θεοδωράκη, φυσικά, δεν έμπαινε θέμα μέσου. Ηταν ο κυρίαρχος, ο αγαπημένος, ο ένδοξος. Ποιος θα μπορούσε να του πει «όχι»; Το στούντιο της οδού Σκαραμαγκά το έλεγαν Πολυσάουντ, νομίζω πως αυτό το στούντιο έκλεισε η Φίλιπς, με την οποία είχε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας ο Μητροπάνος, για να ηχογραφήσει ο Μίκης τα «Πικροσάββατα».

Θυμάμαι τις πρόβες γι’ αυτόν τον δίσκο. Ο Θεοδωράκης δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις ενορχηστρώσεις. Υποστήριζε ότι «μουσικά το παν σ’ ένα τραγούδι είναι η μελωδία. Η ενορχήστρωση είναι το ρούχο που φοράμε πάνω στο γυμνό σώμα του τραγουδιού. Αν δεν υπάρχει καλή μελωδία, όσα ακριβά και πολύτιμα ρούχα και να του φορέσεις, το αποτέλεσμα θα είναι πενιχρό». Τον ενδιέφεραν, όμως, πολύ τα μπουζούκια. Ποιοι θα τα έπαιζαν και πώς θα έπαιζαν. Γι’ αυτό διάλεξε για τα «Πικροσάββατα» δυο καταπληκτικούς και δοκιμασμένους επί χρόνια σολίστ. Τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη.

Οι πρόβες των μπουζουκιών γίνονταν στο σπίτι του Θεοδωράκη και κρατούσαν, για δύο τραγούδια, τουλάχιστον τέσσερις ώρες! Ο Μίκης δίδασκε τη μελωδία, παίζοντάς τη στο πιάνο, και ύστερα σιγά σιγά άρχιζαν να τη μαθαίνουν ο Παπαδόπουλος και ο Καρνέζης. Ηταν μια αποκάλυψη να τους παρακολουθεί κανείς πώς έπαιζαν, πώς συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο, πώς στρογγύλευαν τα κομμάτια για να γλιστράνε εύκολα στο αυτί! Ολ’ αυτά, βέβαια, υπό την καθοδήγηση του Θεοδωράκη, ο οποίος δεν αφήνει τίποτα να ξεφύγει! Είναι λεπτολόγος και ψείρας, γιατί σέβεται τη μουσική και τον ακροατή. Και σήμερα ακόμη, σε προχωρημένη ηλικία, ακούει με ειδικά υπερμεγέθη ακουστικά ατελείωτες ώρες μουσική με μεγάλη προσοχή και σοβαρότητα. Και δεν συγχωρεί κανένα λάθος!

Ενώ όμως ο δίσκος ήταν καθ’ όλα έτοιμος, ο Μητροπάνος δεν βρισκόταν φωνητικά σε καλή κατάσταση. Παρουσίαζε ένα περίεργο βράχνιασμα που καθιστούσε δύσκολη την ηχογράφηση, αν όχι αδύνατη, για τις υψηλές απαιτήσεις του Μίκη! Ετσι, για μία εβδομάδα δεν μπορούσαμε καθόλου να ηχογραφήσουμε! Η εβδομάδα έγινε δεκαπενθήμερο και κατόπιν άρχισε δειλά δειλά ο τραγουδιστής να μπαίνει στο στούντιο και να προσπαθεί να τραγουδήσει, σύμφωνα με τις δυνατότητές του αλλά και τις απαιτήσεις του έργου. Πρέπει να ήταν η δυσκολότερη φάση της ζωής του από πλευράς ερμηνείας!

Τελικά τα κατάφερε, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει στο μάξιμουμ της απόδοσής του. Πράγμα που στενοχωρούσε πρωτίστως τον ίδιο, αλλά και τον Μίκη και μένα και τη φωνογραφική εταιρεία που είχε επενδύσει πολλά σ’ αυτόν τον δίσκο. Ώς και ο Αλέκος Φασιανός, που είχε φιλοτεχνήσει ένα έξοχο εξώφυλλο, βασισμένο στο τραγούδι «Αγγελος δραπέτης», με ρωτούσε κάθε τόσο, στενοχωρημένος, «πώς πάει η ηχογράφηση;», χωρίς να παίρνει από μένα την απάντηση που θα ήθελε.

Με το τραγούδι «Αγγελος δραπέτης» έχουν δεθεί στη μνήμη μου δύο ιστορίες. Η πρώτη αφορά τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο οποίος, μόλις βγήκε ο δίσκος, έδωσε μια συνέντευξη στην «Ακρόπολη» για άσχετο με τα «Πικροσάββατα» θέμα και είπε ότι αυτό το τραγούδι είναι μοναδικό και του φέρνει στον νου τις καλύτερες στιγμές από τη ζωγραφική του Τσαρούχη. Η δεύτερη, προγενέστερη, ιστορία έχει σχέση με τους στιχουργούς Αρη Δαβαράκη και Γιώργο Παυριανό: πολύ πριν βγει ο δίσκος, τους συνάντησα στο εστιατόριο της Ράτκας στο Κολωνάκι. Κάθησα στο τραπέζι τους, ήπια ένα ποτήρι μαζί τους και ύστερα πιάσαμε κουβέντα για το ελληνικό τραγούδι. Κάποια στιγμή, τους παρακάλεσα να μου πουν, αν θέλουν, καινούργιους στίχους τους. Και μου είπαν από δύο εξαιρετικά ποιήματα. Υστερα, ζήτησαν και από μένα να τους πω «κάτι καινούργιο». Αρχισα να τους λέω τον «Αγγελο δραπέτη». Μόλις τελείωσα, είδα στα πρόσωπά τους να λάμπει η ικανοποίηση. Ακολούθησαν εγκώμια. Είναι κάτι που θα το θυμάμαι πάντα. Οπως το θυμάται πάντα και ο Παυριανός και το αναφέρει όποτε βρισκόμαστε με «καλή παρέα».

Από τα τραγούδια που έχουν τα «Πικροσάββατα», το αγαπημένο του Μητροπάνου ήταν το λαϊκό «Ναύλα». Το θυμίζω: «Κόβω δυο άστρα, τα ρίχνω ζάρια / και όπως πάντα, κακή ζαριά / Ασε τα λόγια και τα παζάρια / η αγάπη θέλει παλικαριά / Κόβω δυο άστρα και το φεγγάρι / να ‘χω στα χέρια τον ουρανό / Αχ, η αγάπη, πάρ’ το χαμπάρι, θέλει κουράγιο και τσαγανό / Κόβω δυο άστρα να τα ‘χω ναύλα / για να γυρίσω στην Κοκκινιά / όσο για σένα, τελεία – παύλα / καρδιά σου έχεις την παγωνιά».

Το τραγούδι του Χατζιδάκι, όπως ήδη είπα, είναι ο «Αγγελος δραπέτης». Το αγαπώ ιδιαίτερα, γιατί είναι στημένο στο σοκάκι που έζησα τα 25 πρώτα χρόνια της ζωής μου και το ‘χω αφιερώσει στον φίλο μου Λευτέρη Χαψιάδη. Να τι λέει: «Αγγελος δραπέτης από τον ουρανό / μπήκε στο κουτούκι Φωκαίας κι Αχαρνών / Αφησε τα φτερά του στα πλίθινα σκαλιά / κι άπλωσε στο τραπέζι τα ωραία του μαλλιά / Γύρεψε τραγούδια του Ανέστη του Δελιά / στο ζεϊμπέκικό του φτερούγιζαν πουλιά / Και στη στερνή τη βόλτα και στη στερνή πενιά / χάθηκε σαν σκοτάδι μέσα στη σκοτεινιά / Δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ στον ουρανό / μείναν τα φτερά του Φωκαίας και Αχαρνών / Αν τύχει και τον δείτε, μιλήστε του γλυκά / γιατί είχε μαύρα μάτια και μελαγχολικά».

Εχω κι εγώ ένα τραγούδι που μου αρέσει πολύ. Είναι η «Λυπημένη». Τα λόγια: «Τώρα που τα μάτια σου σωπαίνουν / μπαίνουν τα τραγούδια στο συρτάρι / κρύβεται στη νύχτα το φεγγάρι / και τα τριαντάφυλλα θρηνούν / Τώρα που πλαγιάζεις λυπημένη / βγαίνει ένα παράπονο στις στράτες / πνίγει τους ανύποπτους διαβάτες / και τους κάνει αναίτια να πονούν / Τώρα που ‘χεις γίνει κάποιος στίχος / ήχος μακρινός πικρής φλογέρας / βάζει τα φτερά του ο αγέρας / και το παραθύρι μου χτυπά / Τώρα που η ζωή μάς έχει κάνει / φτάνει να μου λες, δεν πάει άλλο / πώς απ’ τη ζωή μου να σε βγάλω / που ‘μαθε από σένα ν’ αγαπά;».

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1984. Περιλαμβάνει μελωδίες από διαφορετικά είδη της λαϊκής μουσικής: ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, χασάπικο, ασίκικα, καμηλιέρικα, αλλά και βαλς