Δεν θα μπορούσε εύκολα κάποιος να αμφισβητήσει τις ικανότητες, την πολιτική αντίληψη και τις προθέσεις πολιτικών όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο Μίμης Ανδρουλάκης, η Ντόρα Μπακογιάννη και αρκετοί άλλοι, που είτε διαφωνούντες είτε διαγραφέντες λόγω διαφοροποίησής τους από βασικές θέσεις του κόμματός τους αποχωρούν από αυτό, παραμένοντας ανεξάρτητοι ή προσχωρώντας σε άλλο κόμμα ή ακόμη και ιδρύοντας άλλον πολιτικό ή κομματικό φορέα.

Θα ήταν σκόπιμο όμως να αναρωτηθούμε όλοι εμείς, αλλά και οι ίδιοι οι χρησιμοποιούντες τη δική μας ψήφο υπό μορφήν τετραετούς «εν λευκώ εξουσιοδοτήσεως», αν αυτή η κίνησή τους είναι πολιτικά έντιμη, μια και τυπικά δεν είναι παραβατική σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τη στιγμιαία βούληση του κάθε ψηφοφόρου, αλλά ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι αν οι αποστατούντες κατεβούν μόνοι τους στις επόμενες εκλογές σχεδόν πάντοτε αποτυγχάνουν. Τούτο φυσικά σημαίνει ότι ο ψηφοφόρος ψηφίζει κατά προτεραιότητα κόμμα και έπειτα σταυρώνει συγκεκριμένο πρόσωπο. Αλλωστε εμείς οι παλαιότεροι, που ζήσαμε στο πετσί μας την «αποστασία του 1964», βιώσαμε όλη την ανώμαλη κατάσταση που προήλθε από την ασυμφωνία της λαϊκής βούλησης με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία επιτεύχθηκε με τις γνωστές τότε ίντριγκες και κατέληξε τελικά στην απριλιανή στρατιωτική δικτατορία.

Θα αντέλεγαν πιθανώς οι διαπράττοντες το, κατά τη γνώμη μου, «πολιτικό αυτό αδίκημα» ότι είναι αναπόφευκτο και μάλλον εντιμότερο να διαχωρίσουν ευθαρσώς τη θέση τους, παρά να παραμένουν με καταπίεση της συνείδησης και της πολιτικής τους άποψης σε ένα κόμμα που δεν τους εκφράζει ή που τους θεωρεί αποδιοπομπαίους. Ισως εν μέρει να έχουν δίκαιο, αν αναλογισθούμε ότι οι διαγραφές γίνονται τις περισσότερες φορές με τρόπο αυταρχικό από τον αρχηγό, χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες. Στην Ελλάδα, πάντως, δεν καταφέραμε ποτέ να έχουμε κόμματα με γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες ούτε με αξιολογικά κριτήρια, έτσι ώστε πολλοί ικανότατοι πολίτες να απεχθάνονται και την ιδέα ακόμη να είναι κομματικά μέλη.

Αυτό φυσικά συμβαίνει και σε πολλούς άλλους τομείς της κοινωνικής και συλλογικής δράσης. Είναι γεγονός όμως ότι σε βασικά θέματα πολιτικής οι δημοκρατικοί κανόνες ορίζουν πως οι μειοψηφίες υποστηρίζουν την άποψή τους στα όργανα, είναι υποχρεωμένες όμως να ακολουθήσουν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας (π.χ., της Κοινοβουλευτικής Ομάδας). Από τον καιρό ακόμη της αποστασίας είχα την πολιτική άποψη –όπως νομίζω και πολλοί άλλοι πολίτες –ότι η έντιμη στάση του πολιτικού σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η παραίτηση από τη βουλευτική έδρα. Φυσικά και σε αυτή την περίπτωση δεν διασφαλίζεται ότι ο αναπληρωτής-επιλαχών βουλευτής θα ακολουθήσει την κομματική γραμμή (όπως συνέβη με επιλαχούσα γνωστή «αριστερή» ηθοποιό που απέκτησε τη βουλευτική ιδιότητα για λίγες μόνο ημέρες με το ΠΑΣΟΚ και δημοσίως από τηλεοράσεων εξέφραζε την αντιπασοκική της μανία στις τελευταίες εκλογές).

Ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Μίμης Ανδρουλάκης διατείνονται ότι θα στηρίξουν την παρούσα κυβέρνηση για να επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά. Υποτιμούν μάλλον τη νοημοσύνη μας –αν όχι και τη δική τους –όταν ως πολιτικά πρόσωπα εμφανίζονται πως δεν μπορούν να αντιληφθούν τη ρευστότητα και τις δυσκολίες της παρούσας πολιτικής κατάστασης. Η διάλυση του ΠΑΣΟΚ και η αναζήτηση άλλου φορέα που θα αναστήσει τις προσδοκίες μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, κατά την άποψή μου, είναι εξόχως ουτοπική, όπως εξόχως δημαγωγικές είναι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων συντηρητικών και ακροδεξιών κομμάτων. Οι κινήσεις αυτές για ίδρυση νέου κόμματος, ενώ πιστεύω ότι έχουν αγνές πολιτικές προθέσεις, υποκρύπτουν από την άλλη μεριά τις αναπόφευκτες προσωπικές φιλοδοξίες και συνεχίζουν να χαϊδεύουν ένα λαό, ο οποίος ακόμη και σήμερα μέσα στην κρίση που περνάμε, δεν συναισθάνεται ότι πρέπει να γίνουμε περισσότερο σοβαροί, να δομήσουμε επιτέλους σύγχρονο κράτος και πολιτικούς με άλλη νοοτροπία. Να σχεδιάσουμε με σοβαρότητα όλους τους βασικούς πυλώνες (οικονομία, υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη, ΜΜΕ κ.λπ.) μιας δημοκρατικής σύγχρονης κοινωνίας. Μη νομίζουν οι αγαπητοί αυτοί σύντροφοι ότι κατέχουν το μαγικό ραβδί. Υπάρχουν τουλάχιστον ισάξιοι με αυτούς που επέλεξαν να μην ακολουθήσουν πολιτική καριέρα (Ράπανος, Στουρνάρας κ.ά.)

Και προσφέρουν τα μέγιστα αυτές τις ώρες. Το πλοίο που κινδυνεύει δεν το εγκαταλείπουν πρώτα οι καπεταναίοι. Και κανείς μόνος του δεν μπορεί να το σώσει…

Ο Κυριάκος Παπαϊωάννου είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης