Η υπόθεση Βαξεβάνη μάς δίνει μία καλή ευκαιρία για να ξανασκεφτούμε την έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος. Οταν το Σύνταγμα στο άρθρο 6 παράγραφος 1 επιτρέπει σύλληψη μόνο ύστερα από δικαστικό ένταλμα, με την εξαίρεση των αυτόφωρων εγκλημάτων, εννοεί προφανώς εγκλήματα στα οποία ο δράστης καταλαμβάνεται από τη δημόσια δύναμη κατά τη στιγμή της διάπραξής τους. Η επέκταση των ορίων του αυτοφώρου με το άρθρο 242 του ΚΠΔ, ώστε αυτό να φτάνει δυνητικά έως και τις 48 ώρες (δηλαδή ολόκληρη την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος και την επομένη), καταστρατηγεί ουσιαστικά τις εγγυήσεις προσωπικής ασφάλειας του παραπάνω άρθρου του Συντάγματος.

Θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, ευκταίος ο περιορισμός του αυτοφώρου σε ένα πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα (π.χ., εξάωρο μετά την τέλεση του αδικήματος), προκειμένου να αποφεύγεται η συνήθης παρωδία της αποφυγής εμφάνισης του φερομένου ως δράστη μέχρι την παρέλευση του αυτοφώρου. Η υπερβολική διάρκεια του αυτοφώρου ανοίγει τον δρόμο για άνιση μεταχείριση και επίδειξη ενίοτε υπερβάλλοντος ζήλου των διωκτικών Αρχών, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, όπου για να εντοπιστεί και να συλληφθεί ο φερόμενος ως δράστης ενός πλημμελήματος διεξήχθη, όπως φαίνεται, ολόκληρη αστυνομική επιχείρηση, ως να επρόκειτο για τον πλέον επικίνδυνο κακοποιό της χώρας. Ακόμη περισσότερο εκτεθειμένη εξάλλου είναι η κρατική εξουσία στο σύνολό της για τον χειρισμό της υπόθεσης, εάν αναλογιστεί κανείς ότι τα πρόσωπα της λίστας Λαγκάρντ δεν φαίνεται να ερευνήθηκαν, όπως θα όφειλαν, από τις αρμόδιες φορολογικές Αρχές, με αποτέλεσμα η ενδεχόμενη διάπραξη εκ μέρους τους αδικημάτων φοροδιαφυγής να παραμένει ανέλεγκτη.

Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ