Ανεξαρτήτως των όποιων ρυθμίσεων ισχύουν για τα προσωπικά δεδομένα, η περιβόητη λίστα Λαγκάρντ έχει αναμφίβολα αναχθεί σε μέγα πολιτικό ζήτημα. Καταλογίσθηκαν σοβαρές ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα για τη μη «αξιολόγησή» της, διατυπώθηκαν υπαινιγμοί για αθέμιτη χρησιμοποίηση, έχει διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση για τυχόν ποινικές παραβάσεις σχετικά με τη μη αξιοποίησή της. Με δεδομένο ότι έχει καταστεί πολιτικό ζήτημα αιχμής, είναι φανερό ότι η πληροφόρηση του περιεχομένου της βρίσκεται στην καρδιά της ελευθερίας του λόγου, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και πρώτα και κύρια επιβάλλει την πληροφόρηση της κοινής γνώμης για ζητήματα πολιτικού ενδιαφέροντος. Από τη στιγμή, επομένως, που η λίστα έφτασε στα χέρια του δημοσιογράφου, η δημοσίευσή της αποτελεί στοιχειώδες καθήκον του και, προφανώς, οποιαδήποτε διάταξη νόμου και τυχόν κυρώσεις περιορίζουν την ελευθερία του είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές. Κανένας δημοσιογράφος σε οποιαδήποτε φιλελεύθερη δημοκρατία του κόσμου δεν θα είχε τον παραμικρό δισταγμό για τη δημοσίευσή της.

Ευνόητο είναι ότι η δημοσίευση θα έπρεπε να συνοδεύεται με την υπενθύμιση ότι κανένα από τα ονόματα που περιέχει η λίστα δεν κατηγορούνται για κάποιο αδίκημα ούτε κατ’ αρχήν είναι ύποπτοι διάπραξης κάποιου αδικήματος.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών