«Η Αστυνομία είχε προτείνει περούκα. Ο καλύτερος κατασκευαστής περουκών με τον οποίο συνεργάζονταν οι Αρχές είχε περάσει να τον δει και είχε πάρει δείγμα των μαλλιών του. Ο ίδιος έτρεφε ιδιαίτερες επιφυλάξεις, όμως αρκετοί αστυνομικοί της ομάδας προστασίας τον είχαν διαβεβαιώσει ότι «θα μπορείς να κυκλοφορείς στον δρόμο χωρίς να τραβάς την προσοχή». (…) Η περούκα ετοιμάστηκε και έφτασε μέσα σε ένα καφέ χαρτονένιο κουτί, θυμίζοντας ζωάκι που κοιμόταν. Μόλις την έβαλε στο κεφάλι του αισθάνθηκε απερίγραπτα γελοίος. Οι αστυνομικοί επέμεναν πως το αποτέλεσμα ήταν τέλειο. «Εντάξει» είπε, εξακολουθώντας να αμφιβάλλει. «Ας την πάμε μια βόλτα». Τον πήγαν στην οδό Σλόαν και στάθμευσαν κοντά στο πολυκατάστημα Harvey Nichols. Με το που κατέβηκε από το αυτοκίνητο, όλα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος του. «Κοίτα», άκουσε να λέει μια αντρική φωνή, «είναι εκείνο το κάθαρμα, ο Ρούσντι, με περούκα». Μπήκε ξανά στην Τζάγκουαρ και δεν φόρεσε ποτέ ξανά την περούκα»

Στο καινούργιο του βιβλίο ο 65χρονος σήμερα Σαλμάν Ρούσντι μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Είναι ο Τζόζεφ Αντον (από τα μικρά ονόματα των αγαπημένων του συγγραφέων Κόνραντ και Τσέχοφ), γιατί αυτό ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο αναγκάστηκε να κρύβεται από τους διώκτες του από το 1989 μέχρι το 2002. Στο ομώνυμο έργο του, που κυκλοφορεί σήμερα και στα ελληνικά (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Χρήστος Καψάλης, Ελλη Συλογίδου), τον παρακολουθούμε λοιπόν να αγωνίζεται να ξαναγίνει κύριος του εαυτού του. Να βρει ξανά το όνομά του, την έμπνευσή του, τους έρωτές του, τα παιδιά του, την καθημερινότητά του, το χιούμορ του, τη χαρά της συνάντησης με άλλους συγγραφείς και, φυσικά, την ανεξαρτησία του από τα πολιτικά παιχνίδια μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Παιχνίδια στα οποία μπλέχτηκε άθελά του σε μια εποχή που άλλαζε η διεθνής σκακιέρα με την ανάδυση του πολιτικού Ισλάμ. Αφορμή ήταν το διορατικό τέταρτο μυθιστόρημά του «Σατανικοί στίχοι». Το έγραψε στα 40 του, ρίχνοντας τον σπόρο της αμφισβήτησης στα θέματα της ταυτότητας των μουσουλμάνων και των συμβιβασμών τους μπροστά στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου που χαρακτηρίζεται από μαζικές μεταναστεύσεις και προσπαθεί (ακόμη) να γίνει πολυπολιτισμικός.

Ολα ξεκίνησαν στις 14 Φεβρουαρίου 1989, όταν ο αγιατολάχ Χομεϊνί εξέδωσε φετφά, διατάζοντας την εκτέλεσή του για βλασφημία απέναντι στον προφήτη Μωάμεθ και τον επικήρυξε με ένα ποσό που έφτασε το 1 εκατ. στερλίνες. Ο φετφάς για τους «Σατανικούς στίχους» ήταν η πρώτη πράξη της Τζιχάντ και ο καθρέφτης της σύγκρουσης ανάμεσα στις αρχές του Διαφωτισμού και σε εκείνες του Σκοταδισμού, στην ελευθερία της έκφρασης και στη λογοκρισία, στη δημοκρατία και στη δικτατορία, στην τέχνη και στη θρησκεία.

Ο Ρούσντι ήταν τότε ένας καταξιωμένος ινδοβρετανός συγγραφέας, βραβευμένος ήδη με το περίφημο Μπούκερ για τα «Παιδιά του μεσονυχτίου», ο οποίος δεν μπορούσε να φανταστεί τι περιπέτειες τον περίμεναν. Οι απειλές τοποθέτησης βομβών, οι διαδηλώσεις εναντίον του, οι δικαστικές προσφυγές, οι δυσκολίες να δημοσιεύσει τη δουλειά του, η αμφιταλάντευση και οι μηχανορραφίες των πολιτικών που τον χρησιμοποίησαν ως πιόνι για να πιέσουν το Ιράν σε εμπορικές συμφωνίες, τα δηλητηριώδη σχόλια της συντηρητικής παράταξης, του Πάπα και του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, και από την άλλη η συμπαράσταση του κόσμου των γραμμάτων, η θέρμη του Πίντερ και του Γκρας, τα λόγια θαυμασμού του Μάρκες, οι γιοι του, η αδελφή του που κατοικεί στο Γουέμπλεϊ, οι σωματοφύλακες που τον συμπάθησαν… τον έβαλαν, όπως γράφει, σε μια δίνη. Ξανάρχισε το κάπνισμα και έπαιζε με τις ώρες ηλεκτρονικό Super Mario. Παρ’ όλα αυτά, όταν τον συναντήσαμε τις προάλλες στα λονδρέζικα γραφεία του ατζέντη του Αντριου Ουάιλι, ήταν χαμογελαστός, προσηνής, αιχμηρός στα σχόλιά του, και φαινόταν αρκετά νεότερος από τα 65 χρόνια του.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Για εκείνον η υπόθεση έκλεισε, όχι το 2001 που έπαψε να έχει ειδικούς φρουρούς να τρώνε και να κοιμούνται στο σπίτι του, αλλά σε δύο φάσεις. Η πρώτη ήταν το 1995, όταν νίκησε τις αντιστάσεις της Σκότλαντ Γιαρντ και βγήκε δημόσια σε βιβλιοπωλείο του Λονδίνου να διαβάσει αποσπάσματα από τον «Τελευταίο στεναγμό του Μαυριτανού» – το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε μετά τον φετφά. Η δεύτερη ήταν αφού είχε μετακομίσει πια στη Νέα Υόρκη, όταν κατάφερε να τακτοποιήσει τα συναισθήματά του, χώρισε και με την τέταρτη γυναίκα του και άρχισε να γράφει την περιπέτεια του «Τζον Αντον».

Γυρίστε σελίδα