Η εκλογική και δημοσκοπική έκρηξη της Χρυσής Αυγής τους τελευταίους μήνες, αλλά και το ότι πράξεις και ιδέες της γίνονται όλο και περισσότερο κομμάτι της ειδησεογραφίας, της καθημερινότητας, έχει εύλογα απασχολήσει τον δημόσιο λόγο. Χρόνιοι φόβοι για τις συνέπειες του έντονου ρατσιστικού στοιχείου που διέτρεχε, άλλοτε φανερά άλλοτε καμουφλαρισμένα, το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο φαίνεται να επαληθεύονται, τώρα που η εποχή της ευημερίας η οποία ενσωμάτωνε και ομαλοποιούσε τη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση προσώπων και ομάδων υποχωρεί όλο και πιο πολύ. Η εποχή που τον ακροδεξιό λόγο τον εξέφραζε το σύνθημα «χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη» σήμερα φαντάζει αθώα και ακίνδυνη. Η ανησυχία ότι χρυσαυγίτης δεν είναι μόνο ο κουρεμένος μποντιμπιλντεράς ή ο βίαιος χούλιγκαν αλλά κάποιος φίλος ή γνωστός μας (τελικά κάποιο μέρος του εαυτού μας) αρχίζει σιωπηλά να εμπεδώνεται.

Τρεις είναι χονδρικά οι εξηγήσεις που τείνουν να κυριαρχήσουν και να δώσουν μια επεξήγηση του πώς φτάσαμε ως εδώ: α) ο ευρωσκεπτικισμός που «χτύπησε» νωρίτερα και άλλες χώρες της Ευρώπης, ενισχύοντας εντυπωσιακά νέα ή παλιότερα ακροδεξιά κόμματα, β) οι συνέπειες της χρόνιας ανυπαρξίας μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα, γ) ο αναδυόμενος αντικοινοβουλευτισμός που προκύπτει ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της αναγκαστικής υποχώρησης του πελατειακού κράτους. Τρεις ερμηνείες στις οποίες συχνά υφέρπει το ανακυκλούμενο σχήμα των δύο Ελλάδων, της παραδοσιακής και της σύγχρονης, της δυτικής και της ανατολίτικης, της ανεκτικής και της ρατσιστικής, της φασιστικής και της δημοκρατικής. Δυστυχώς όμως, η ασφάλεια του αυστηρού διαχωρισμού δεν ισχύει. Το παράδειγμα της πρωταθλήτριας που με ρατσιστική αφέλεια ανακύκλωσε ανέκδοτα του συρμού μέσα από το twitter της κατέδειξε σαφέστατα ότι το σχήμα των δύο ξεχωριστών Ελλάδων ήταν και είναι ανεπαρκές. Πιο πραγματικό είναι το «δύο σε ένα»: διαθέτουμε (υπερ)σύγχρονα βιώματα και εμπειρίες που πολλές φορές περιστοιχίζονται από αντιλήψεις και εξηγήσεις του κόσμου βαθύτατα απλουστευτικές, αρχαϊκές και συντηρητικές.

Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι για την εκτίναξη της Χρυσής Αυγής δεν ευθύνεται μόνο η διαχρονική αναποτελεσματικότητα του παρελθόντος δικομματισμού και η διαφθορά που τον περιέβαλλε, δεν ευθύνονται μόνο οι επαγγελματίες εθνικιστές του πολιτικού και του εκκλησιαστικού συστήματος, δεν ευθύνεται μόνο ο γενικευτικός στιγματισμός των μεταναστών ως επικίνδυνων εγκληματιών. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης παίζουν τα καθ’ όλα πλουραλιστικά ΜΜΕ που πλειοδοτούν ως αντιμνημονιακοί υπερασπιστές των εθνικών δικαίων, όλοι εκείνοι οι λαϊφσταϊλίστες δημοσιογράφοι που με σθένος προπαγάνδιζαν μύθους όπως, π.χ., την ύπαρξη του κρυφού σχολειού, όλοι οι προοδευτικοί καλλιτέχνες ή Αριστεροί πολιτικοί που δεν διστάζουν, ειδικά τα τελευταία χρόνια, να εγκαλούν τους αντιπάλους τους ως «προσκυνημένους» στα συμφέροντα των τραπεζών, της Γερμανίας κ.λπ.

Σημαντικό μερίδιο ευθύνης φέρει επίσης το βαθύτατα ανθρωπιστικό επιχείρημα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μεταναστών το οποίο αμέλησε ή υποτίμησε να ασχοληθεί και να μεριμνήσει ισότιμα για εκείνους που είδαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τις γειτονιές τους να μεταμορφώνονται, που βίωσαν της εγκατάλειψη όχι μόνο της προστασίας του κράτους αλλά και των πιο εύπορων συγγενών και φίλων τους οι οποίοι μετακόμισαν στα «ασφαλή και αμόλυντα» προάστια. Η εικόνα του περιπλανώμενου μετανάστη βρήκε καλλιτεχνική δικαίωση και αποδοχή. Ο ηλικιωμένος που μένει μόνος του στα Πατήσια εξαιτίας της κοινωνικής ανέλιξης των παιδιών του δεν έκρυβε κανέναν ρομαντισμό και έμεινε αντικείμενο εκμετάλλευσης των χρυσαυγιτών. Διότι όσο ωραία και επιστημονικά τεκμηριωμένη και αν ήταν η συζήτηση για την ανάγκη ανοχής στο «διαφορετικό» και στο «πολυπολιτισμικό» στις ΜΚΟ, στον καλλιτεχνικό κόσμο και στις επιστημονικές ημερίδες, τελικά δεν απευθύνθηκε με πειστικότητα και πράξεις σε όλους εκείνους που άλλαζε η ζωή τους πριν και μετά την κρίση. Εμεινε συζήτηση για τους λίγους. Πρέπει κάποια στιγμή να ομολογηθεί η «ήττα» αυτή όχι μόνο σε όρους επικοινωνιακούς, αλλά επιστημονικούς και πρακτικούς, και να αναζητηθούν οι αιτίες της.

Οσο επικίνδυνο είναι να πιστέψουμε ότι οι πραγματικοί και δυνητικοί ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν ξέρουν τι κάνουν στη δίνη της κρίσης, άλλο τόσο λανθασμένο είναι να τους θεωρήσουμε μέρος ενός άλλου κόσμου, υποδεέστερου και πρωτόγονου σε σχέση με τον «προοδευτικό» δικό μας. Τότε δεν θα έχουμε κάνει μόνο ένα τεράστιο επεξηγηματικό σφάλμα, αλλά θα έχουμε βάλει νερό στο αυλάκι μιας εμφύλιας σύγκρουσης που θα οδηγήσει σε ό,τι ακριβώς θέλουμε να αποφύγουμε. Το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να ενισχυθεί και να υλοποιηθεί ο βίαιος πόλεμος που ήδη μαίνεται στο Διαδίκτυο μεταξύ ακροδεξιών και αριστεριστών και να πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Δυστυχώς, εάν δεν επινοηθεί άμεσα για τη σημερινή ελληνική κοινωνία μια αφήγηση κοινωνικής συμπερίληψης και συνευθύνης (και όχι διχοτόμησης και αποκλεισμού) «για το τι μας συμβαίνει», ο λόγος της βίας, της συνωμοσιολογίας, της αυτοδικίας θα συνεχίσει να παίρνει κεφάλι(α). Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο. Ας ελπίσουμε πως δεν είναι αργά.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ