Το 1966 είναι η εποχή που βγαίνει το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, που μεσουρανούν οι μπουάτ της Πλάκας, που η κίνηση στο γραφείο του Αλέκου Πατσιφά, στη Λύρα, βαίνει αυξανόμενη. Η φωνή του Γιώργου Ζωγράφου έχει δώσει ήδη δείγματα γραφής από τις αρχές του ’60 (1962-63 εμφανιζόταν στο «Συμπόσιο» με τον Δήμο Μούτση, την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τον Διονύση Σαββόπουλο) ενώ δίπλα του «ανθεί» μια νέα γενιά τραγουδιστών – η Καίτη Χωματά, ο Λάκης Παππάς, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Σούλα Μπιρμπίλη κ.ά. – που ταυτίζουν το όνομά τους με το κλίμα των μπουάτ και ενός τραγουδιού πιο «εσωτερικού», πιο χαμηλόφωνου, που έχει σήμα κατατεθέν την κιθάρα.

Ο Λίνος Κόκοτος γράφει τα πρώτα του τραγούδια στις αρχές του ’60 και στα μέσα της δεκαετίας τα παρουσιάζει σε μπουάτ της Πλάκας. Δύο απ’ αυτά – «Το μικρό παιδί» και το «Ενα απόβραδο» – γίνονται η αιτία να περάσει κι εκείνος το κατώφλι της εταιρείας και να ηχογραφήσει το πρώτο του 45άρι με τη φωνή του Γιώργου Ζωγράφου. «Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο…» με τους στίχους του Αργύρη Βεργόπουλου και με όλη τη νεοκυματική αισθητική των ημερών, που ήθελε τη φωνή να ζωγραφίζει σαν ακουαρέλα πάνω σε χαρτί.

Καθοριστικό και για τους τρεις (Κόκοτο, Βεργόπουλο, Ζωγράφο) εκείνο το 45άρι, και κυρίως η πλευρά που είχε το «Μικρό παιδί». Για τον Κόκοτο και τον Βεργόπουλο, το ξεκίνημά τους στην δισκογραφία. Για τον Ζωγράφο ένα από τα τραγούδια που χαρακτήρισαν την καριέρα του. Και για εμάς το τραγούδι-σύμβολο μιας εποχής. «Και να φανταστείς», έλεγε ο Βεργόπουλος σε συνέντευξή του, «όλοι πιστεύαμε ότι το «Απόβραδο» θα γινόταν επιτυχία» (περιοδικό «Μετρονόμος»).

Ποια είναι η ιστορία των στίχων του «Μικρού παιδιού»;

Oπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί τότε, το τραγούδι γράφτηκε το 1965 για έναν πιτσιρικά που δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο με εκείνον. Οταν ήταν 25 ετών είχε πιάσει δουλειά στο λογιστήριο μιας μεταλλοβιομηχανίας, λίγο μετά που αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, και το 14χρονο παιδί έμπαινε συχνά πυκνά στο γραφείο του για να φέρει κανένα χαρτί.

«Ηταν κοντούλης και ασθενικός», θυμόταν ο Βεργόπουλος. «Μια δυο φορές λοιπόν τον ρώτησα τι δουλειά έκανε εκεί, για τον πατέρα του, το σπίτι του, την οικογένειά του».

Η ιστορία του «μικρού» έμοιαζε με δεκάδες ιστορίες 14χρονων αγοριών που τα χρόνια εκείνα αναγκάστηκαν να αφήσουν το σχολείο και να μπουν στα βάσανα νωρίς. Κάπως έτσι όμως ένιωθε και ο ίδιος ο Βεργόπουλος. Και όχι βέβαια γιατί δεν είχε προλάβει να σπουδάσει (είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική) αλλά γιατί οι πολιτικές του πεποιθήσεις τον τοποθετούσαν στην κοινωνικά αποκλεισμένη και ταλαιπωρημένη πλευρά, που έβρισκε όλες τις πόρτες κλειστές. «Η φυσιογνωμία αυτού του παιδιού», έλεγε, «ήταν ο μεγεθυντικός φακός μέσα απ’ το οποίο είδα τον εαυτό μου. Και συμβολικά λέω «παιδί στα 14″. Τα δικά μου όνειρα ήταν τσακισμένα πολύ πιο πριν».

Το «Μικρό παιδί» γράφτηκε τότε, μέσα στην αταξία ενός χώρου δουλειάς που δεν ανεχόταν πολλά πέρα από τα λογιστικά βιβλία και τους ισολογισμούς. Ομως το ’65 (για να μην ξεχνιόμαστε) είναι η εποχή που ξεσπούν τα Ιουλιανά, σκοτώνεται ο Πέτρουλας (ήταν συμφοιτητής του Βεργόπουλου), τα συλλαλητήρια ακολουθούν το ένα το άλλο κι όσοι είναι «σταμπαρισμένοι» Αριστεροί ξέρουν ότι το μέλλον τους είναι αβέβαιο. Για έναν νέο που είναι οργανωμένος από τα 15 του, που γράφει ποιήματα από τότε που θυμάται τον εαυτό του και έχει σαν απόηχο μέσα του τα δεινά της Κατοχής και του Εμφυλίου, δεν είναι περίεργο γιατί «βλέπει» τον εαυτό του στον 14χρονο βιοπαλαιστή. Ευτυχώς που η ζωή έχει τις ανατροπές της, που η Λύρα είχε τον Πατσιφά της, που ο Λίνος Κόκοτος έπεσε μια μέρα πάνω στον Βεργόπουλο…