Είδε έγκαιρα ότι η αγορά τσαγιού έχει πολύ μέλλον στην Ελλάδα, άνοιξε πριν από δέκα χρόνια το πρώτο κατάστημα του είδους στη Θεσσαλονίκη και σήμερα προμηθεύει καφετέριες και μπαρ σε 90 πόλεις με ποικιλίες από όλο τον κόσμο, έχει πελάτες 100 ξενοδοχεία 5 αστέρων και ετοιμάζεται να επεκταθεί στη Ρουμανία και στη Μέση Ανατολή.

Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ο Γάλλος Ζαν Μαρί Βερλέ, εμπνευστής των καταστημάτων Ο Δρόμος του Τσαγιού που το 2001 διέβλεψε τις τεράστιες δυνατότητες που κρύβει η ελληνική αγορά, αν και μέχρι πριν από μερικά χρόνια μοναδικό ρόφημα στις καφετέριες ήταν ο καφές.

Το πιο «τρελό» όμως σχέδιο για τον 56χρονο επιχειρηματία είναι να αποκτήσει μια σταθερή πελατεία από καταναλωτές στην Τουρκία, μια από τις ηγέτιδες δυνάμεις στον χώρο, η οποία είναι κλειστή σε κάθε εισαγωγή τσαγιού από το εξωτερικό, προκειμένου να προστατεύσει το δικό της προϊόν.

Πώς βρέθηκε όμως ο κ. Βερλέ στην Ελλάδα; Η ιστορία του Γάλλου που μαθαίνει το τσάι στους Ελληνες αρχίζει το 1979, όταν ο 23χρονος τότε Ζ. Μ. Βερλέ αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στη χώρα μας, στη Θεσσαλονίκη, για χάρη μιας γυναίκας: της μετέπειτα συζύγου του Νίτσας Τατόγλου. Με σπουδές Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας στο Παρίσι και εν συνεχεία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η πρώτη του ασχολία είναι να ανοίξει την καφετέρια – μπαρ «De Facto», ένα από τα πιο γνωστά στέκια στην εποχή του, στο κέντρο της πόλης.

Ανοιξε νέα αγορά. Τότε διαπιστώνει και το ιδιαίτερα περιορισμένο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το τσάι. Το προϊόν αντιμετωπιζόταν αρνητικά καθώς θεωρούνταν ρόφημα κυρίως για ηλικιωμένους και αρρώστους από την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Γι’ αυτό και κανένας μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να μπει επιχειρηματικά στον χώρο. Κανένας πριν από αυτόν.

Το πρώτο κατάστημα, μόλις 70 τετραγωνικά, ανοίγει στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης (λειτουργεί και σήμερα), και είναι όλος κι όλος ένας διάδρομος. Σιγά σιγά ο διάδρομος γεμίζει από μεταλλικά κουτιά με σπάνιες ποικιλίες που φέρνει από τα ταξίδια του σε Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Βιετνάμ, Κένυα αλλά και τη Γερμανία, την ευρωπαϊκή «πρωτεύουσα» του τσαγιού (όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, δεν είναι η Βρετανία). Γνωστοί του και μη αναρωτιούνται «τι μέλλον μπορεί να έχει το τσάι μπροστά στην πρωτοκαθεδρία του καφέ». Ο ίδιος όμως επιμένει ακολουθώντας μια τάση που γεννιέται την εποχή εκείνη στην Ευρώπη, τη στροφή από τον καφέ στα ροφήματα πράσινου τσαγιού. Ενός τύπου με πολύ περισσότερες αντιοξειδωτικές και αντιγηραντικές ιδιότητες από το παραδοσιακό μαύρο (που προτιμούσαν μέχρι τότε οι Ευρωπαίοι) αφού βοηθά σε πολλά: από την πρόληψη του καρκίνου και τα καρδιαγγειακά νοσήματα μέχρι στο αδυνάτισμα.

Από το πουθενά ανοίγει για το ζεύγος Βερλέ μια νέα αγορά. Το παράδοξο δε είναι ότι δεν χρειάστηκε να βάλει το χέρι στην τσέπη για διαφήμιση. Το άνοιγμα του καταστήματος συμπίπτει χρονικά με το ενδιαφέρον που αρχίζουν την εποχή εκείνη να δείχνουν τα μέσα ενημέρωσης για το πράσινο τσάι, γεγονός που του δίνει μεγάλη ώθηση. Τον καλούν σε τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ τα περιοδικά φιλοξενούν άρθρα για τον Δρόμο του Τσαγιού. «Βρεθήκαμε στην κορυφή του κύματος, σαν τον σέρφερ, σταθήκαμε τυχεροί και είχαμε τζάμπα διαφήμιση» παραδέχεται ο κ. Βερλέ. Οταν, για παράδειγμα, η Lipton (θυγατρική της πολυεθνικής Unilever) ξεκίνησε προ πενταετίας μια παγκόσμια καμπάνια για το πράσινο τσάι και τις ευεργετικές του ιδιότητες, το brand name της εταιρείας του έγινε ακόμη πιο γνωστό.

Μυστικό επιτυχίας. Εκτός όμως του ότι «βρέθηκε πάνω στο κύμα», το μυστικό της επιτυχίας για το ζεύγος Βερλέ ήταν ότι προσάρμοσε την γκάμα των τσαγιών που εισήγαγε από τις καλύτερες φυτείες της Ανατολής στις απαιτήσεις του Ελληνα. Συνδύασε ανατολίτικες γεύσεις με μεσογειακά μπαχαρικά και βότανα, όπως φασκόμηλο, δίκταμο, λουίζα, φλαμούρι, βασιλικό, φύλλα ελιάς και ανέπτυξε μια ολόκληρη νέα συλλογή από τσάγια. Χαρακτηριστικό είναι το Δάκρυ της Χίου, που συνδυάζει πράσινο τσάι, μαστίχα Χίου, αμύγδαλο, φιστίκι Αίγινας και λεμόνι.

Σήμερα, με δύο καταστήματα λιανικής (Θεσσαλονίκη, Κολωνάκι) και ένα τρίτο στα σκαριά (στην Αθήνα), η εταιρεία εμπορεύεται πάνω από 200 διεθνείς ποικιλίες τσαγιού, δίνει στους πελάτες της τη δυνατότητα να μυηθούν στον τρόπο παρασκευής του ενώ διατηρεί και τμήμα καλλυντικών με βάση το πράσινο τσάι. Τροφοδοτεί καφετέριες, καφεκοπτεία και μπαρ με χύμα τσάι που φέρει το σήμα της μέσα από ένα δίκτυο αντιπροσώπων σε 90 πόλεις, διανέμει σε 100 ξενοδοχεία 5 αστέρων (Μ. Βρεταννία, Intercontinental, Ledra Mariott, κ.λπ.) την πολυτελή ποικιλία Ronnefeldt – ό,τι ο καφέ Illy στον χώρο του εσπρέσο -, διοργανώνει σεμινάρια σε μπάρμαν και υπευθύνους καφέ και σχεδιάζει να ανοίξει ένα ανοικτό εργαστήριο τσαγιού και στην Αθήνα.

Πλώρη για Τουρκία. Στόχος πλέον – τι άλλο – η επέκτασή του στο εξωτερικό με τη μέθοδο του franchise, και πρώτη στάση τη Ρουμανία. Το πιο «τρελό» όμως σχέδιο είναι να επεκταθεί στην Τουρκία. «Τρελό» γιατί, όπως λέει ο κ. Βερλέ, η απευθείας εισαγωγή στη χώρα τσαγιού που δεν είναι τουρκικό είναι πρακτικά αδύνατη λόγω των δυσθεόρητων δασμών (145%!) που βάζουν οι Τούρκοι προκείμενου να προστατεύσουν τη δική τους παραγωγή.

Τι σκέφτηκε λοιπόν; Να μετατρέψει πρώτα την ιστοσελίδα του (www.tearoute.gr) στα τουρκικά και εν συνεχεία να δημιουργήσει ένα παραμεθόριο δίκτυο αντιπροσώπων σε Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Χίο, Ρόδο και αλλού, δηλαδή σε περιοχές από όπου διέρχονται κάθε χρόνο χιλιάδες τούρκοι τουρίστες. Στόχος του είναι οι τουρίστες αυτοί να αγοράζουν δικό του τσάι και να το παίρνουν μαζί τους στη Τουρκία κάνοντας ένα είδος δωρεάν διαφήμισης στις δικές του ποικιλίες που δεν κυκλοφορούν στη γειτονική χώρα.