Επειδή η υπόθεση Τσοχατζόπουλου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα απασχολεί για δεκαετίες την ελληνική κοινωνία, σωστό θα ήταν στο περιθώριο ενός χειμαρρώδους ώς αυτήν τη στιγμή πολιτικού ρεπορτάζ να σημειωθούν κάποιες διαφορετικού ποιού σκέψεις. Πιο χαμηλόφωνες ίσως, που δεν αποκλείεται όμως να αποδειχθούν διαφωτιστικότερες σε σχέση με τη ρίζα του κακού – αν μπορεί να ονομαστεί απλά «κακό» ένα γεγονός που ξεθεμελιώνει πρόρριζα το status quo που μας επιτρέπει να υπάρχουμε ακόμη ως κοινωνία.

Σε είκοσι διαφορετικές συντροφιές που επαναφέραμε, ή επανήλθε από μόνη της, την υπόθεση Τσοχατζόπουλου και στις είκοσι – αλλά και στις είκοσι! – τον συζητητικό οίστρο μονοπώλησε το πόσο κόστισε το κορδόνι για τις κουρτίνες του σπιτιού του – αν θυμάμαι καλά γύρω στα 1.200 ευρώ. Σάμπως το μέγεθος ενός καταντήματος να προσδιορίζεται από την αξία ενός αντικειμένου που κάποιος άλλος θα μπορούσε να αγοράσει σε ασυγκρίτως φθηνότερη τιμή. Οταν λοιπόν εμείς οι ίδιοι κοστολογούμε ένα κατάντημα με βάση την πιο αμελητέα εκδοχή του, το κατάντημα αυτό, όσο και αν διαμαρτυρόμαστε, δεν μας θίγει καθόλου, μα καθόλου, πνευματικά και ηθικά. Μας θίγει μόνον επιδερμικά και κουτσομπολίστικα.

Αν συνέβαινε να μας θίγει με τον ουσιαστικό τρόπο της πνευματικής και ηθικής πρόκλησης, δεν θα χρειαζόταν να φτάσουμε στην αποκάλυψη για τις υπεράκτιες εταιρείες και τα ακίνητα σε χώρες του εξωτερικού ώστε να ζητάμε επί πίνακι την κεφαλή του ενόχου. Θα μας ήταν ακόμη πιο βαθιά ασυγχώρητος όταν μαθαίναμε για το ξενοδοχείο «Four seasons» και τα ζεϊμπέκικα, με την απλή σκέψη πως μια Ελλάδα που έγινε γνωστή στη Γαλλία πρωταρχικά με τους αρχαίους συγγραφείς της, στις αρχές του 21ου αιώνα αυτή η Ελλάδα επιβεβαιωνόταν ως εξαγωγέας μιας «μαγκιάς» και μάλιστα σε σχέση με έναν πρώτο τη τάξει πολίτη της. Εναν πολίτη που του καταλογιζόταν με λίγα λόγια ως εύσημο το γεγονός ότι μέσα σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον συνιστούσε την Ελλάδα σε μια – πώς να το κάνουμε; – από τις ευτελέστερες μορφές της.

Θα είχαμε θιγεί από παλαιότερα ακόμη, όταν ο Τσοχατζόπουλος μας κοίταζε συλλήβδην με το ύφος του ανθρώπου που πολύ τον στενοχωρεί το γεγονός ότι δεν είμαστε τόσο σοσιαλιστές όσο θα μας ήθελε ο ίδιος. Πού να φανταστούμε ότι στην πραγματικότητα στενοχωριόταν όσο στενοχωριόταν και ο Νότης Πιτσιλός – ο Θεός να μας συγχωρέσει για τη σύγκριση – σε μια πορνοταινία της δεκαετίας του ’70 που έλεγε στα καμάκια της Μυκόνου: «Να πηδάτε, να πηδάτε, γιατί όταν δεν πηδάτε πολύ στενοχωριέμαι». Αλλά για να σοβαρευτούμε. Αν ο Ακης Τσοχατζόπουλος θα έπρεπε να είναι δακτυλοδεικτούμενος, δεν είναι για το κορδόνι των 1.200 ευρώ, ούτε για τα ακίνητα των 800.000.000 ευρώ. Με γεια του με χαρά του. Αυτά τον ενδιαφέρανε, αυτά θέλησε να αποκτήσει. Αυτοσυστήθηκε δηλαδή με τον πιο καίριο για εαυτό τον τρόπο.

Αντίθετα, θα έπρεπε να θίγει βαθύτατα γιατί ως πρόσωπο εξουσίας καθιερώνει και νομιμοποιεί μια υλιστική αντίληψη για τη ζωή, την ώρα ακριβώς που όσοι άλλοι – λίγοι ή πολλοί δεν έχει σημασία – χωρίς εξουσία, χωρίς άλλο μέσον παρά μόνο τη φωνή τους, προσπαθούν να πείσουν ότι υπάρχουν ακόμη αξίες. Αξίες εσωτερικές και εχέμυθες.

Εμείς όμως σαν τον ηλίθιο που, αντί να κοιτάζει το δάσος κοίταζε τα δάχτυλο που του το έδειχνε, αντί να κοιτάζουμε τον κρεμασμένο, κοιτάζουμε το κορδόνι που χρησιμοποίησε για να κρεμαστεί.