Το καλοκαίρι προχωρά με καύσωνες κι αναποδιές οικονομικές, κυβερνητικές, ασθένειες, παραιτήσεις, αμφισβητήσεις, τραγικές αυτοκτονίες. Ο κόσμος στην αναμονή: «θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες;». Δύσκολο. Στομώνουν την ελπίδα τα θλιβερά αδιέξοδα. Οι τέχνες όμως δεν το βάζουν κάτω. Η μουσική, η ποίηση, το θέατρο, τα φεστιβάλ ξεκίνησαν τις συναντήσεις με τον κόσμο τον απογοητευμένο, πτωχευμένο αλλά και τον πάντα αναζητόντα ανάσες διαφυγής όπως σ’ όλες τις δυσβάσταχτες ιστορικές στιγμές που πέρασε αυτός ο τόπος. Ο πολιτισμός σκέπη και καταφυγή ανάτασης ψυχής, παρηγοριάς κι ελπίδας. Οι θίασοι του καλοκαιριού βγήκαν στις ανά την Ελλάδα περιοδείες τους. Ο θεός Διόνυσος μαζί τους στους κρίσιμους καιρούς που διανύουμε. Και μέσα σ’ όλα χάσαμε και το υπουργείο Πολιτισμού. Συνεπτύχθη με το Παιδείας – Αθλητισμού. Η ύπαρξη και η αξία του θεωρήθηκαν, φαίνεται, παρακατιανές, μηδαμινές. Οχι ότι κι όσο υπήρχε, ειδικά τα τελευταία χρόνια, πρόσφερε και πολλά. «Ο πολιτισμός, η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» της Μελίνας, πέρασε και τέλειωσε ανεπιστρεπτί. Ολα κι όλοι φεύγουν, μας εγκαταλείπουν. Οι καιροί αλλάζουν, μαζί και οι άνθρωποι. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ αποσύρεται «με στεγνά μάτια», ο Θύμιος Καρακατσάνης μας άφησε, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, πριν από λίγους μήνες, παράτησε ημιτελή την τελευταία ταινία του, βάζοντας πλώρη γι’ άλλες θάλασσες και πόσοι, και πόσοι άλλοι… Ο περσινός χειμώνας υπήρξε φοβερά δύσκολος για θέατρα και κινηματογράφους. Αλλα έκλεισαν, άλλα έζησαν την ερημιά της ημιάδειας αίθουσας. Ας ευχηθούμε «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της καρδιάς μας» βαδίζοντας «με λογισμό και μ’ όνειρο» στους νέους κακοτράχαλους δρόμους.