Οταν τον περασμένο Φεβρουάριο η Ελλάδα εξασφάλιζε το πακέτο της οικονομικής βοήθειας των 130 δισ. ευρώ, τόσο ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσο και ο τότε έλληνας ομόλογός του Βαγγέλης Βενιζέλος επισήμαιναν το γεγονός ότι η συμφωνία συμβάλλει στο να δημιουργηθούν συνθήκες ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Και τούτο διότι το πακέτο περιλαμβάνει κεφάλαια ύψους 50 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία είναι απαραίτητη για να μπορέσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να σταθούν στα πόδια τους και να παίξουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Πέντε μήνες αργότερα η πολυσυζητημένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών παραμένει κενή περιεχομένου. Μαζί της παρατείνεται η ασφυξία στην αγορά, η οποία οδηγεί καθημερινά σε λουκέτα και απώλεια θέσεων εργασίας. Οι προσπάθειες του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου να κλείσει το θέμα πριν από τις εκλογές της 6ης Μαΐου σκόνταψαν στη στάση των πολιτικών αρχηγών των τότε δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Από τη μία, ο κ. Βενιζέλος δεν ήθελε να χρεωθεί κατηγορίες για ευνοϊκές ρυθμίσεις προς τραπεζίτες και, από την άλλη, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς προτιμούσε να χειριστεί το θέμα μετά τις εκλογές, ως πρωθυπουργός, θέτοντας τους δικούς του όρους.

Ετσι φθάσαμε στο σήμερα, όπου τα δεδομένα πλέον έχουν αλλάξει και ο γρίφος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών περιπλέκεται. Η παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα και η ύφεση αυξάνουν συνεχώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια από αυτά που είχαν υπολογιστεί.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις μπορεί να φθάσουν στα 20 δισ. ευρώ. Κεφάλαια που κανένας δεν γνωρίζει πού θα βρεθούν. Και όσο παρατείνεται η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η οικονομία θα βυθίζεται στην ύφεση.