Το πρώτο εξάμηνο του 2012 παρουσίασε δύο πρόσωπα. Το ράλι που σημειώθηκε σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες κεφαλαίου στο τέλος του 2011 συνεχίστηκε και κατά το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους. Εντούτοις, από τον Απρίλιο η διάθεση ανάληψης κινδύνου από την πλευρά των επενδυτών μειώθηκε δραστικά και επήλθε διόρθωση. Συνολικά, ωστόσο, σχεδόν όλες οι κατηγορίες κεφαλαίου σημείωσαν καλές επιδόσεις κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012.

Τα κέρδη προκλήθηκαν κατά κύριο λόγο από την τεράστια ποσότητα ρευστότητας που διοχετεύτηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα από διάφορες κεντρικές τράπεζες. Οι ενέσεις ρευστότητας της ΕΚΤ απέτρεψαν π.χ. την κρίση ρευστότητας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου. Επίσης αποκατέστησαν την ηρεμία στις αγορές ομολόγων καθώς οι τράπεζες χρησιμοποίησαν μέρος των κεφαλαίων αυτών για την αγορά κρατικών ομολόγων των επιμέρους χωρών. Πού πάνε όμως τα πράγματα στο δεύτερο εξάμηνο, σε μια στιγμή μάλιστα που η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε τους τελευταίους μήνες, ενώ η παρατεταμένη αβεβαιότητα όσον αφορά το μέλλον της ευρωζώνης επηρεάζει τόσο το οικονομικό κλίμα όσο και την εμπιστοσύνη.

Τα ασφαλή, ρευστοποιήσιμα 10ετή γερμανικά και αμερικανικά κρατικά ομόλογα ήταν π.χ. πολύ δημοφιλή κατά τη διάρκεια και των έξι μηνών καθώς η αναταραχή στην ευρωζώνη και οι ασθενέστεροι οικονομικοί δείκτες συνέβαλαν σε ένα κύμα στροφής των επενδυτών προς ασφαλή καταφύγια. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ τα (γερμανικά) κρατικά ομόλογα εμφανίζονται υπερτιμημένα, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι επίκειται σημαντική αύξηση των αποδόσεών τους (στη λήξη) σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εκτός από την επιτακτική ανάγκη των επενδυτών για «ασφάλεια» και διατήρηση του κεφαλαίου, η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι πτωτικές πληθωριστικές πιέσεις και το ισχυρό momentum των ροών κεφαλαίου στα κρατικά ομόλογα αποτελούν λόγους για να αναμένουμε ότι οι αποδόσεις των 10ετών τίτλων θα παραμείνουν χαμηλές.

Συνολικά, ωστόσο όπως εκτιμά και η ING, το δεύτερο εξάμηνο αναμένονται περισσότερα μέτρα τόνωσης των οικονομιών από τις κεντρικές τράπεζες που θα μπορούσαν να ενισχύουν την τάση για ανάληψη ρίσκου.

Οι αγορές δείχνουν λοιπόν ότι χρειάζονται ερείσματα για να αμβλύνουν τη νευρικότητα και για να υιοθετήσουν πιο αισιόδοξη προοπτική. Τα ερείσματα αυτά, όπως αναφέρεται, πρέπει να προέλθουν κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες πρέπει να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών, καταλήγοντας σε ένα σαφή και απτό πλάνο προς την ολοκλήρωση της ευρωζώνης.