Απέχουν μόλις 30 χιλιόμετρα η μία από την άλλη. Τις ενώνουν μια κοινή ιστορία και στενοί πολιτιστικοί δεσμοί. Στη Σελεστάτ, όμως, μια αρχαία πόλη 21.000 ανθρώπων στο κέντρο της Αλσατίας, η ανεργία είναι περίπου 8% και μεταξύ των νέων κάτω των 25 ετών εκτοξεύεται στο 23%. Στο Εμεντίνγκεν, μια πόλη ελάχιστα μεγαλύτερη, με 27.000 κατοίκους, από την άλλη πλευρά των συνόρων, το συνολικό ποσοστό της ανεργίας δεν ξεπερνά το 3% και μεταξύ των νέων φθάνει το πολύ στο 7%. Η γερμανική πόλη ανθεί, η γαλλική υποφέρει. Παραμονές των γαλλικών προεδρικών εκλογών τα αίτια αυτής της οικονομικής ανισότητας βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης και αντιδικίας.

Ο Νικολά Σαρκοζί επιμένει ότι οι Γάλλοι πρέπει να γίνουν περισσότερο Γερμανοί. Το θέμα γι’ αυτόν είναι η αύξηση της απασχόλησης. Στη Γαλλία η ανεργία σημειώνει ρεκόρ δωδεκαετίας. Στη Γερμανία βρίσκεται στο 7,4%, το χαμηλότερο επίπεδο μετά την επανένωση. Εφόσον επανεκλεγεί, ο Σαρκοζί προτείνει δημοψήφισμα για μια πιο ελαστική αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένου ενός συστήματος μαθητείας των νέων α λα γερμανικά. Θέλει περισσότερη μερική απασχόληση, όπως στη Γερμανία, επιδότηση περισσότερων θέσεων εργασίας για νέους και αύξηση του ΦΠΑ ώστε να μειωθούν οι κοινωνικές εισφορές για τους εργοδότες, όπως στη Γερμανία. Ο Σοσιαλιστής αντίπαλός του Φρανσουά Ολάντ απορρίπτει τις περισσότερες από αυτές τις ιδέες, προκρίνοντας πιο παραδοσιακές σοσιαλιστικές απαντήσεις, όπως η αύξηση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Πολλοί Γάλλοι θαυμάζουν τους Γερμανούς• αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι θέλουν να τους μιμηθούν. «Εκτιμούμε την επιμέλεια και την πειθαρχία τους, υπάρχουν όμως και άλλα πράγματα στη ζωή», λέει ο 52χρονος Αλεξάντρ Μπερ, ο οποίος εργάζεται στη Σελεστάτ με χρόνια άνεργους νέους. «Δεν βρισκόμαστε πια στο 1945».

Γεγονός πάντως είναι ότι η γερμανική οικονομία έχει αφήσει προ πολλού πίσω τη γαλλική. Η Γερμανία έχει διατηρήσει τη βιομηχανική της βάση και το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα τόσο τεχνολογικά όσο και από πλευράς κόστους, ενώ η Γαλλία εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις υπηρεσίες, μη έχοντας μεγάλο τομέα μεσαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Το γαλλικό μερίδιο επί των παγκόσμιων εξαγωγών συρρικνώνεται σταθερά• το γερμανικό μερίδιο διευρύνεται.

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. Οι γαλλικοί μισθοί έχουν αυξηθεί σε πραγματικούς όρους, ενώ οι γερμανικοί έχουν μειωθεί, καθιστώντας τους γάλλους εργαζομένους πιο ακριβούς, άρα λιγότερο παραγωγικούς και ανταγωνιστικούς. Στη Γερμανία το επίδομα ανεργίας περιορίζεται συνήθως στους 12 μήνες. Στη Γαλλία παρέχεται για 23 μήνες στους κάτω των 50 ετών και για τρία χρόνια στους άνω των 50 ετών. Το κόστος μιας ώρας εργασίας για την επιχείρηση είναι 11% υψηλότερο από ό,τι στη Γερμανία. Στη Γερμανία υπάρχει όμως λιγότερη εργασιακή ασφάλεια και περισσότερη μερική απασχόληση. Οι Γερμανοί δεν έχουν κεντρικά καθορισμένο κατώτατο μισθό, όπως οι Γάλλοι.

Τα πρακτικά αποτελέσματα αυτών των τάσεων είναι ορατά σε αυτές τις δύο μεθοριακές πόλεις με την παρόμοια βιομηχανία – κατά κύριο λόγο μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή εργοστάσια κατεργασίας μετάλλου. Για παράδειγμα, από τη γερμανική πλευρά των συνόρων υπάρχει κάθε μήνα 10 φορές περισσότερη προσφορά εργασίας. Παρότι όμως αρκετοί Γερμανοί διασχίζουν τα σύνορα προκειμένου να εργασθούν στη Γαλλία, ελάχιστοι Γάλλοι κάνουν το ίδιο. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι οι Γάλλοι δεν μιλούν γερμανικά. Δεν είναι όμως μόνον αυτό: μπορεί οι Γάλλοι να θαυμάζουν τη γερμανική πειθαρχία, είναι απρόθυμοι εντούτοις να κάνουν κάποιες από τις ίδιες θυσίες, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων ωρών εργασίας και της λιγότερης εργασιακής ασφάλειας. «Οι Γάλλοι δουλεύουν για να ζουν και οι Γερμανοί ζουν για να δουλεύουν», λέει ο Μπόρις Γκούρντιαλ, διευθυντής της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης στο Φράιμπουργκ, αναπαράγοντας ένα αρχέγονο κλισέ.