Σας φαίνεται, ίσως, απίστευτο – κι εμένα το ίδιο – αλλά είναι αλήθεια: Σε κάποιες γωνιές της δημόσιας ζωής έχουν ανοίξει συζητήσεις πολύ διαφορετικές από αυτές που κάνουμε όσοι απλώς αγωνιούμε για το μέλλον της χώρας και του καθενός από εμάς. Στήνονται συμφωνίες δισταυρίας για τις εκλογές, χτίζονται και γκρεμίζονται συμμαχίες πολιτευτών, μοιράζονται και ξαναμοιράζονται τράπουλες με υπουργεία και δημόσιες θέσεις. Ατυπες συζητήσεις είναι βέβαια. Αλλά δεν παύουν να μας κάνουν να απορούμε. Τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που, μπροστά σε τέτοιο πανικό, έχουν ακόμη όρεξη για αυτά τα παλιά σπορ της πολιτικής; Τι δέλεαρ αντιπροσωπεύει στα μάτια τους ένα υπουργικό κοστούμι, φορεμένο εν μέσω ερειπίων; Και τι δείχνει όλο αυτό; Χαρωπή αισιοδοξία ή γκρίζο κυνισμό;

Προσπαθώ να παρακολουθήσω τις σκέψεις τους και να φανταστώ το τοπίο των εκλογών που έρχονται: Ο,τι και αν μέσα τους ονειρεύονται, τι θα λένε; Τι θα μας λένε;

Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει με οργανισμό που μόλις υπέστη βαρύ εγκεφαλικό. Κινείται μεταξύ αμνησίας και ασυναρτησίας. Αλλά και να προλάβει να λύσει το θέμα ηγεσίας που το βασανίζει, και να τελειώσει τον υπόγειο πόλεμο των πολλών δελφίνων, αναρωτιέμαι πώς θα λύσει το κενό «αφήγησης» που προέκυψε. Τι θα πει; «Σώσαμε τη χώρα» ή την «καταστρέψαμε»; Καθυστερήσαμε να αντιδράσουμε στην κρίση γιατί «δεν θέλαμε να πάρουμε μέτρα» και μας πρόλαβαν οι άσπλαχνοι κερδοσκόποι ή γιατί ήμασταν άμυαλοι και δεν είχαμε συνείδηση του κακού που ερχόταν; Και το Μνημόνιο; Ηταν μια επιτυχία που έφερε στη χώρα «το μεγαλύτερο πακέτο βοήθειας στην ιστορία» ή μια συμφορά στην οποία οδηγηθήκαμε χωρίς να διαπραγματευτούμε (ίσως χωρίς καν να το διαβάσουμε);

Η Νέα Δημοκρατία πάλι μοιάζει να ήπιε ξαφνικά το αμίλητο νερό. Πάνε τα δύο «Ζάππεια», πάει και η «επαναδιαπραγμάτευση». Δίβουλη απέναντι στο οικονομικό πρόγραμμα που συνοδεύει τη νέα δανειακή σύμβαση: να το αφήσει να περάσει, με λίγη γκρίνια, πριν από τις εκλογές, όπως έκαναν οι ισπανοί και οι πορτογάλοι ομοϊδεάτες, ώστε να έχει μετά λυμένα τα χέρια ή να παίξει καθυστέρηση, να αναβάλει το πικρό ποτήρι, ώστε να βρεθεί την ώρα της κάλπης με «καθαρά χέρια» – και μετά γαία πυρί μιχθήτω;

Μένει, φυσικά, η Αριστερά, η χαϊδεμένη των δημοσκοπήσεων, που διεκδικεί τη σκόνη του χρόνου, από τα μπάζα της κατεδάφισης ενός συστήματος το οποίο πολέμησε. Αλλά καθώς αποφεύγει, προς το παρόν, προσεκτικά να πει κάτι περισσότερο από το «όχι» της, είναι σαν να μας λέει ότι, ακόμη και αν την ψηφίσουμε, εκείνη θα επιδιώξει να μείνει εκτός. Θα μας αφήσει με τους άλλους.

Πού καταλήγουν όλα αυτά; Στο τετριμμένο, φοβάμαι, κλισέ ότι το πρόβλημα της χώρας ήταν αρχήθεν και παραμένει πολιτικό μάλλον παρά οικονομικό.

Ετσι βρεθήκαμε τον Απρίλιο του 2010 – δεκαέξι μήνες μετά τις πρώτες, αγνοημένες προειδοποιήσεις για την επερχόμενη χρεοκοπία – ανυπεράσπιστοι στο στόμα του λύκου.

Ετσι μας προέκυψε ένα Μνημόνιο, προϊόν μιας διπλής παρεξήγησης – οι δικοί μας είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στη σοφία του κ. Τόμσεν και των άλλων, εκείνοι νόμιζαν ότι είχαν απέναντί τους μια κανονική πολιτική τάξη που διευθύνει ένα κανονικό κράτος.

Ετσι μπλέξαμε στον κυκεώνα των μεταρρυθμίσεων που κανένας δεν θέλει να προωθήσει, αφού ακόμη και σε συνθήκες κρίσης απεδείχθη ότι τα συμφέροντα εκείνων που πλουτίζουν από τις αδυναμίες του κράτους αντιπροσωπεύονται ισχυρότερα από τα συμφέροντα εκείνων που θα ήθελαν την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό του.

Ετσι ανάγεται σε μείζονα πολιτική κρίση ένα θέμα όπως το ωράριο των φαρμακείων. Και έτσι βρισκόμαστε οι αναγνώστες των εφημερίδων χθες να διαβάζουμε άλλον έναν κατάλογο με τα αιτήματα της τρόικας – τις οκτώ εντολές της – και αναρωτιόμαστε: Ωραία, αυτά ζητούν εκείνοι. Εμείς, διά των πολιτικών μας εκπροσώπων, τι προτείνουμε, τι θέλουμε, ποιο είναι το δικό μας σχέδιο, ποιο είναι το εθνικό πρόγραμμα στο οποίο μας καλούν να στρατευθούμε για να αλλάξουμε τη χώρα και να βρούμε μια νέα, καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας;