Εγραψε ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος στα «ΝΕΑ» πριν από δέκα μέρες: «…Η τιμωρητική βία που θα ξεσπάσει στην Ελλάδα της πιθανής χρεοκοπίας και της νεκραναστημένης δίκην Λαζάρου δραχμής – στην Ελλάδα που αποτελεί το όνειρο και τον στόχο κάποιων εθνικοϋπερήφανων (αν)εγκεφάλων – θα είναι, φοβάμαι, μια βία άθεσμη, ανεξέλεγκτη, διάχυτη, ευκαιριακή, παρορμητική, στρεφόμενη κατά δικαίων και αδίκων, ανευθύνων, υπευθύνων αλλά, ενδεχομένως, και των οικογενειών τους. Δρόμοι, σχολεία, κοινωνικές εκδηλώσεις θα γίνουν πραγματική κόλαση και τότε οι σημερινοί άφρονες θα καταλάβουν, έστω και λίγο αργά, πως σε συγκυρίες σαν τις παρούσες ο πολιτικός τζόγος και ο καιροσκοπισμός είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και ανορθολογικές δραστηριότητες. Γιατί επάγονται, πιθανότατα, ζημίες δυσανάλογα μεγαλύτερες από τα προσδοκώμενα ευτελή μικροκομματικά οφέλη στα οποία αποβλέπει ο, εκτός τόπου και χρόνου, μυωπικός πολιτικός τους ακτιβισμός».

Θέλω να πω, αμέσως, πως συμφωνώ απόλυτα με αυτές τις σκέψεις. Και τρομάζω συγχρόνως. Γιατί η «τιμωρητική βία» φοβάμαι ότι είναι επί θύραις. Το «έβλεπα» και το καλοκαίρι με τις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα. Μια μύτη ν’ άνοιγε από κάποιο δακρυγόνο θα γινόταν μακελειό. Τώρα, το «βλέπω» περισσότερο. Εχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα και η ψυχραιμία μάς έχει όλους εγκαταλείψει. Και, βέβαια, οι «άφρονες πολιτικοί» κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μας οδηγήσουν στο αδιέξοδο.

«Υπερβολές», θα πουν, ενδεχομένως, κάποιοι. Νέοι πρωτίστως. Αλλά δεν ξέρουν. Οι συνομήλικοί μου, που «ξέρουν», τρέμουν στην ιδέα της «τιμωρητικής βίας». Εζησαν τέτοιες καταστάσεις πολλές φορές στο παρελθόν. Με αποκορύφωμα τα παλιά Δεκεμβριανά, όταν όποιος είχε ένα πιστόλι σκότωνε τον εχθρό του, τον γείτονά του, τον κομμουνιστή, τον χωροφύλακα, τον ανταγωνιστή του. Ακόμη και χωρίς αφορμή. Σήμερα, τα πράγματα μυρίζουν και πάλι μπαρούτι. Ο κόσμος έχει φτάσει στο νυν και αεί. Και οι λαϊκιστές παραμονεύουν και προκαλούν, ελπίζοντας σε επιδείνωση. Πιστεύουν ότι αν έρθουν τα πάνω κάτω, θα επωφεληθούν.

Υπάρχουν, δεν λέω, πολιτικοί, με σώας τας φρένας, που η ορατότητά τους δεν περιορίζεται στα όρια της μύτης τους. Αυτοί έχουν χρέος να κρατήσουν τα μπόσικα. Αλλά κι εμείς οι απλοί πολίτες, ο λαός, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Στην παλιά μου γειτονιά, στην Πλατεία Βικτωρίας, στον Αγιο Παντελεήμονα, στην Πλατεία Αττικής, στη Βάθη, δεν μπορεί κανείς να κυκλοφορήσει μόλις σουρουπώσει. Συμμορίες των τριών-τεσσάρων ατόμων κλέβουν, σπάνε αυτοκίνητα, σχεδιάζουν διαρρήξεις, απειλούν. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε φτάσει! Υπάρχουν, επιπλέον, πείνα, ανεργία, σκοτεινός ορίζοντας. Και έρχονται, από πάνω, και ορισμένοι πολιτικοί που για μερικές ψήφους ρίχνουν λάδι στη φωτιά, εκμεταλλεύονται την αγανάκτηση, δυναμιτίζουν τα πάντα. Ναι, έχει δίκιο ο Θ. Διαμαντόπουλος.