Οι Αντώνηδες γιόρταζαν την περασμένη Τρίτη. Τέτοια μέρα, κάθε χρόνο, ο νους μου δεν μπορεί να μην πετάξει στον Αντώνη Σαμαράκη και τα γλέντια που οργάνωνε η Ελένη, η γυναίκα του, για να τον τιμήσει. Δεν ήταν γλέντια με χορούς, τουαλέτες και μεγαλεία. Ηταν βράδια χαράς και αγάπης. Με τον Αντώνη να πηγαίνει και να ‘ρχεται στα τραπέζια των καλεσμένων του, με την Ελένη να τους περιποιείται και να γελάει ευτυχισμένη.

Το σπίτι ήταν ανοιχτό. «Καλεσμένη» όλη η Αθήνα. Χωρίς πρόσκληση. Παρών πάντοτε ο Σημίτης. Στο τηλέφωνο μονίμως ο Ανδρέας. Σε μια γωνιά ο Θόδωρος Καρατζάς. Κι εδώ κι εκεί, δεκάδες πολιτικοί, καλλιτέχνες, συγγραφείς, αλλά και απλοί καθημερινοί άνθρωποι από τις γειτονιές όπου γυρνούσε ο Σαμαράκης. Είχε εκατοντάδες φίλους. Φίλους που τον αγαπούσαν πολύ και του το ‘δειχναν με κάθε τρόπο.

Δε με ενδιαφέρουν εδώ τα βιβλία του συγγραφέα, που είχαν κάνει πάταγο κάποια εποχή. Με ενδιαφέρει ο ίδιος ο Αντώνης, που χάριζε το πανωφόρι του σε κάποιον που κρύωνε και μετά τουρτούριζε ο ίδιος, όπως μου αφηγήθηκε χθες ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Ετσι ήταν ο Σαμαράκης. Από το πρωί ίσαμε το βράδυ ζούσε για τους άλλους. Τους φτωχούς ιδίως. Μια άρρωστη μάνα, έναν φουκαρά που τον κυνηγούσαν οι χωροφύλακες και οι γραφειοκράτες, έναν νέο που δεν είχε λεφτά για δίδακτρα και βιβλία στο πανεπιστήμιο, για φάρμακα.

Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα αμέσως μετά το «Ζητείται ελπίς» (1954). Μου τον γνώρισε ο Θ. Αγγελόπουλος, που ακόμα δεν είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Εγραφε, όμως, ποιήματα και διάβαζε από το σχολείο πολύ. Λογοτεχνία, βεβαίως. Από το 1954 και ύστερα ο Αντώνης κι εγώ γίναμε αχώριστοι. Ερχόταν και μ’ έπαιρνε από το καφενείο, στην πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας), όπου έπαιζα ξερή και τάβλι, και πηγαίναμε σε διάφορες ταβέρνες. Τις γνώριζε όλες! Και γνώριζε, επιπλέον, ποιες είχαν το καλύτερο κρασί! Κι αυτό γιατί δούλευε στο υπουργείο Εργασίας και κάθε βράδυ γυρνούσε από ταβέρνα σε ταβέρνα για να διαπιστώσει ότι οι ταβερνιάρηδες κολλούσαν τα ένσημα που έπρεπε στα γκαρσόνια. Και, με την ευκαιρία, κατέβαζε και κανένα ποτήρι, για να πάνε τα φαρμάκια κάτω…

Παρακολουθούσε μανιωδώς τι δημοσίευαν οι νέοι στα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Αν έβρισκε ενδιαφέρον σε κάποιο κείμενο, μάθαινε τη διεύθυνση του συγγραφέα και του έστελνε αμέσως τηλεγράφημα ζητώντας του να συναντηθούν. Ανάμεσα σε εκείνους στους οποίους έστειλε τηλεγράφημα ήταν και ο Βασίλης Βασιλικός. Ηταν καλός άνθρωπος. Γενναιόδωρος. Και ψυχοβγάλτης: Κάθε πρωί μου τηλεφωνούσε και μου ‘λεγε: «γράψε γι’ αυτό», «γράψε για το άλλο»… Αφορμή πάντοτε η δυστυχία, η στενοχώρια, η μοναξιά.

Πενήντα χρόνια φίλος! Οταν πέθανε ήταν στην Πύλο, την πατρίδα της γυναίκας του. Μου τηλεφώνησε η κόρη μου στον Μόλυβο. Μου ‘φυγε το ακουστικό από το χέρι. Δεν φανταζόμουν ότι μπορούσε να πεθάνει ο Αντώνης! Το ίδιο πίστευα και για τον Λοΐζο. Και για τον Γιώργο Κουπαρούσο. Και για τη Μελίνα. Και για μερικούς άλλους, μετρημένους στα δάχτυλα.

Αντώνη, χρόνια πολλά στον παράδεισο που βρίσκεσαι από το 2003.