H διαδρομή του συγκεντρώνει ό,τι θα μπορούσε να ονειρευτεί ένας τραγουδιστής «παλαιάς κοπής». Εζησε την άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού, τραγούδησε μεγάλους συνθέτες και ποιητές, υπήρξε μέλος της παρέας που σύχναζε στου Φλόκα (Γκάτσος, Ελύτης, Χατζιδάκις κ.ά.) και η οποία έδινε γραμμή στην κίνηση των ιδεών.
Το παιδί από τα Δουμπιά Χαλκιδικής είδε το φως της νέας Ελλάδας να χαράζει και μέσα από τους στίχους που του εμπιστεύτηκαν ένιωσε τη συγκίνηση της πρώτης εκτέλεσης της «Πιρόγας», της «Αθανασίας», του «Γιάννη του Φονιά» και είδε το πέρασμα στη νέα εποχή του έντεχνου, όταν το «Ποτέ» των Σταμάτη Κραουνάκη – Λίνας Νικολακοπούλου χτύπαγε την πόρτα της δισκογραφίας κι εκείνη έκανε… νερά – μέχρι να ανοίξει τελικά.
Εν ολίγοις είναι ο καλλιτέχνης που τα έχει δει όλα. Τα έχει πει όλα. Σε μια πορεία 44 χρόνων, με 60 δίσκους (χωρίς τις συμμετοχές), εκατοντάδες ώρες στο πάλκο, συναυλίες, ώρες στο στούντιο. Ο Μανώλης Μητσιάς, από τους τελευταίους των Μοϊκανών, το βιογραφικό του οποίου είναι γεμάτο από ονόματα ποιητών, στιχουργών και κύκλους τραγουδιών.

Υστερα απ’ όλα αυτά, τι θα θέλατε να πείτε από εδώ και πέρα; Με ποιους να συνεργαστείτε;

«Με όλους» απαντάει (χωρίς καν να το σκεφτεί). «Δεν έχω πρόβλημα. Αν είναι κάτι που μου αρέσει. Δεν φοβάμαι να δοκιμάσω ακόμη και νέους ανθρώπους» (εντός ολίγου πάντως θα κυκλοφορήσει ένας δίσκος σε στίχους του Κώστα Μαρδά και μουσικές των Χρήστου Νικολόπουλου και Μιχάλη Τερζή).

Στο «Εν αρχή ην ο λόγος» που θα δούμε στο Μέγαρο Μουσικής (τον συνοδεύει η νεαρή Νανά Μπινοπούλου), το οδοιπορικό θα εμπλουτιστεί με παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του, μαζί τα περίφημα Χάλκινα της Γουμένισσας.

«Μεγάλωσα μέσα στα πανηγύρια, τα γλέντια τα οικογενειακά, περίμενα την ώρα που το ραδιόφωνο έπαιζε τα τραγούδια της Μακεδονίας. Το θυμάμαι καλά. Ολοι στηνόμασταν στο ραδιόφωνο να ακούσουμε το κλαρίνο του Παπαγεωργίου ή τη φωνή της Ξανθίππης Καραθανάση». Τον αφήνω να πει για εκείνη την εποχή στη Βόρεια Ελλάδα, τα χρόνια που οι μαθητές φορούσαν πηλήκιο, που ακόμα και το ραδιόφωνο ήταν πολυτέλεια και μετά τις επτά κανένας μαθητής δεν έπρεπε να είναι έξω.

Μακεδονίτικα από τη μια, βυζαντινοί ψαλμοί απ’ την άλλη. «Αν δεν είχες φωνή δεν σε βάζαν στο ψαλτήρι. Δεν τολμούσες να πλησιάσεις».

Σε ένα πικάπ με μπαταρίες άκουσε για πρώτη φορά Μίκη Θεοδωράκη, και όλοι τον κοίταζαν περίεργα. «Τότε το τραγούδι δήλωνε τις πολιτικές πεποιθήσεις» λέει. «Αλλά ήταν τόσο δυνατή αυτή η αλλαγή με τον Μίκη. Θυμάμαι τους χτίστες, γυμνούς απ’ τη μέση και πάνω, να τραγουδούν τον «Επιτάφιο» και να αισθάνεσαι ότι κάτι έχει αλλάξει στον κόσμο».
Σήμερα που έχουν φύγει όλοι εκείνοι που ήταν η πηγή των νέων ιδεών και ιδανικών… «Μόνο ο Μίκης έμεινε» λέει. «Ψάχνω κι εγώ να πατήσω κάπου – όπως όλοι».

Αλλά είναι και η σοφία της «παλαιάς κοπής» που βγαίνει και ισιώνει τα πράγματα: «Ζήσαμε σε μια καταπληκτική εποχή, όπου ανθούσαν οι τέχνες και το τραγούδι. Αλλά ας μην ξεχνάμε. Ηταν και τότε δύσκολες οι εποχές. Σε εποχές κρίση βλέπεις να μεγαλουργούν οι άνθρωποι. Αυτοί είμαστε, τι να κάνουμε! Είναι στη φύση του ανθρώπου να θαμπώνεται από τα χρυσάφια, να φτάνει στο τέρμα και μετά, ξανά, πάλι απ’ την αρχή. Ξέρεις τι είναι να λες «στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή» και να αισθάνεσαι ότι είναι επίκαιρος πάλι ο στίχος;».