Αν και δεν μου αρέσει το ερώτημα ούτε η προσέγγιση που υποδηλοί, ωστόσο τίθεται – και, αφού τίθεται, πρέπει να δοθεί απάντηση. Το ερώτημα είναι: Ποιος έβαλε την Κύπρο στην ΕΕ; Ορισμένοι διεκδικούν την πατρότητα του εγχειρήματος της ένταξης, έστω κι αν δεν δούλεψαν καθόλου γι’ αυτήν, κι αν ακόμη ήταν αρχικά ευθέως αντίθετοι με την ιδέα και τη δυνατότητά της. Και υποψιάζομαι ότι, καθώς σε λίγους μήνες (1/7/2012) η Κύπρος πρόκειται να αναλάβει την προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών, οι «διεκδικητές της κυπριακής ένταξης» θα αυξηθούν. Συμβαίνει να γνωρίζω τα γεγονότα «από μέσα», καθώς από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η προσπάθεια (1986) μέχρι την ένταξη συμμετείχα σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στην όλη διαδικασία. Μπορώ, λοιπόν, να πω χωρίς φόβο αλλά με πάθος ότι εάν ένα πρόσωπο εν ζωή δικαιούται να λέει ότι «έβαλε την Κύπρο στην Ένωση» αυτό λέγεται Κώστας Σημίτης. Το άλλο πρόσωπο είναι ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης. Ολα τα άλλα πρόσωπα (και υπήρξαν αρκετά) που έπαιξαν σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό ρόλο ακολουθούν, αλλά πάντως δεν νομιμοποιούνται να ισχυρίζονται ότι «έβαλαν την Κύπρο στην Ενωση». Τολμώ να πω ότι κάποιο ρόλο έπαιξα επίσης ως στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών πρώτα απ’ όλα γιατί ο Γ. Κρανιδιώτης ποτέ (μα ποτέ) δεν προχωρούσε σε οποιαδήποτε ενέργεια/κίνηση/πρωτοβουλία γύρω από το θέμα «ένταξη της Κύπρου» (όπως και για κάθε άλλο θέμα σχετικό με την Ενωση) χωρίς προηγουμένως να το έχει συζητήσει μαζί μου. Δεύτερον, γιατί στη συνέχεια συμμετείχα στην όλη ενταξιακή διαπραγματευτική διαδικασία μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά την Κύπρο, αν την έβαλε κάποιος στην Ενωση, την έβαλε ο Σημίτης (και βέβαια, πίσω από τον Κ. Σημίτη, ήταν πάντοτε ο μοναδικός Ν. Θέμελης).

Η ιδέα για την ένταξη ξεκίνησε με μια συζήτησή μας με τον Γ. Κρανιδιώτη το 1986 και ενώ στο τραπέζι του Συμβουλίου τής τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας ήταν το θέμα του «ξεπαγώματος» της σχέσης Κοινότητας – Τουρκίας, σχέση που ήταν «παγωμένη» σχεδόν πέντε χρόνια λόγω της δικτατορίας στη χώρα. Στη συζήτηση αυτή καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η Κύπρος θα μπορούσε και έπρεπε να προχωρήσει στην υποβολή αίτησης ένταξης στο πλαίσιο της δεύτερης ελληνικής προεδρίας στο Συμβούλιο της Ενωσης το δεύτερο εξάμηνο του 1988. Την όλη αυτή σύλληψη την παρουσιάσαμε στον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Θ. Πάγκαλο ο οποίος την ενστερνίσθηκε ενθουσιωδώς. Επειτα από σχετική επεξεργασία, απέστειλε σχετική επιστολή στον υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Γ. Ιακώβου. Εγραψα το σχέδιο της επιστολής αυτής. Για διάφορους λόγους, ο κύπριος Πρόεδρος Γ. Βασιλείου αποφάσισε να μην υποβληθεί η αίτηση ένταξης στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας. Η αίτηση για ένταξη υποβλήθηκε τελικά τον Ιούλιο 1990 και αφού προηγουμένως είχε προηγηθεί ανάλογη αίτηση από τη Μάλτα (και βεβαίως την Τουρκία το 1987).

Oι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 1998, με κύριο και εξόχως αποτελεσματικό διαπραγματευτή τον Γ. Βασιλείου. Ωστόσο σχεδόν αμέσως έγινε σαφές ότι καμιά χώρα εκτός από την Ελλάδα (και φραστικώς το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία) δεν επιθυμούσε και δεν θα συμφωνούσε στην ένταξη της Κύπρου. Και οπωσδήποτε δεν θα συμφωνούσε πριν από την επίλυση του πολιτικού («κυπριακού») προβλήματος. Η ένταξη, επομένως, φαινόταν μάλλον χαμένη υπόθεση. Και θα είχε χαθεί εάν δεν παρενέβαινε η στρατηγική σύλληψη του Κ. Σημίτη που οδήγησε στις αποφάσεις του Ελσίνκι (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ελσίνκι, Δεκέμβριος 1999). Συνοπτικά, η τρίπτυχη αυτή στρατηγική προέβλεπε τη «διασύνδεση» (linkage) της ένταξης των χωρών της τότε Ανατολικής Ευρώπης (που τόσο επιθυμούσαν οι ευρωπαίοι εταίροι) με την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων (διαπραγμάτευση, παραπομπή σε Διεθνές Δικαστήριο) προκειμένου η Ελλάδα να συγκατατεθεί στην ανακήρυξη της Τουρκίας επισήμως ως «υποψήφιας χώρας» (που τόσο πολύ επιθυμούσαν οι εταίροι και κυρίως η Γαλλία) και την ένταξη της Κύπρου χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Οι πρώτες διαπραγματευτικές κινήσεις για την προώθηση της στρατηγικής αυτής ξεκίνησαν το καλοκαίρι 1999. Ωστόσο η κρίσιμη διαπραγματευτική συνάντηση έγινε την Παρασκευή 10/9/99. Την ημέρα εκείνη ο Γ. Κρανιδιώτης και ο γράφων επισκεφθήκαμε το Βερολίνο για συνομιλίες με τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ. Η συνάντηση δεν έγινε στο υπ. Εξωτερικών αλλά στο σπίτι του Φίσερ και συμμετείχαν, αν θυμάμαι καλά, επίσης, ο Λ. Τσίλας, τότε μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ, και ο Δ. Νεζερίτης, τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Γερμανία. Στις συνομιλίες αυτές με τον Φίσερ συμφωνήθηκε ουσιαστικά το «πακέτο Ελσίνκι» σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαμε από τον Κ. Σημίτη.

Ο Γ. Φίσερ ανέλαβε να προωθήσει το πακέτο αυτό πείθοντας τους άλλους εταίρους να το αποδεχθούν. Χρειάστηκε βεβαίως ένα τρίμηνο επίπονων διαπραγματεύσεων με την ενεργό συμμετοχή του τότε υπουργού Εξωτερικών Γ. Α. Παπανδρέου και, μεταξύ άλλων, του πρέσβη Αρ. Αγαθοκλή. Η πλέον σκληρή διαπραγμάτευση σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) έγινε στο Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) προκειμένου να καταλήξουμε στις γνωστές αποφάσεις που επέτρεψαν την ένταξη της Κύπρου χωρίς την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος. (Βεβαίως τα άλλα στοιχεία του «πακέτου Ελσίνκι» δεν υλοποιήθηκαν αφού η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε μετά το 2004 να τα εγκαταλείψει). Η Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ενωση υπογράφηκε ως γνωστόν στην Αθήνα τον Απρίλιο 2003 στο πλαίσιο της τότε ελληνικής προεδρίας και η Πράξη φέρει την υπογραφή του Κ. Σημίτη.

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ