Στον λαβύρινθο της κρίσης ο μίτος της Αριάδνης για τους επιχειρηματίες των νυχτερινών κέντρων αναζητείται απεγνωσμένα. Σιγά αλλά βασανιστικά σκιαγραφούνται τρεις γραμμές: επιστροφή στον μικρό χώρο με εξειδικευμένο πρόγραμμα, μεγάλα ονόματα που συμπράττουν με παλιές δόξες (όπως η Αννα Βίσση με τη Μαίρη Λίντα στο Rex) και μια (ισχνή ακόμη, είναι η αλήθεια) τάση για χαμηλές τιμές. Ο Μικρός Κεραμεικός του Δημήτρη Ζούμπου στον Κεραμεικό συνδυάζει δυο στοιχεία στον φετινό (αμήχανο) χάρτη της αθηναϊκής νύχτας: ποντάρει στη σύμπραξη δυο παλιών ονομάτων των πάλκων (την αειθαλή Αντζελα Γκρέκα και τον μπελκάντο Λευτέρη Μυτιληναίο) και στις χαμηλές τιμές.

Ξεκινώ απ’ το δεύτερο που πονάει και περισσότερο: το ποτό στο μπαρ έχει 8 ευρώ. Με 10 ευρώ το άτομο σε τραπέζι πίνεις όσο κρασί θέλεις, ενώ το πλήρες μενού και όσο κρασί θες κοστίζει 20 ευρώ. Το ουίσκι έχει 95 ευρώ (κομπλέ) στα τέσσερα άτομα. Πολλές οι τετράδες στο κέντρο, πολλές παρέες πολλών ηλικιών, αυτοί που λάτρεψαν τις επιτυχίες του Λευτέρη Μυτιληναίου, όπως τις «Αμφιβολίες» που του έγραψαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Δημήτρης Γκούτης, καθώς και πολλά απ’ τα μεταγενέστερα σουξέ του σαν το «Κομπάρσος της καρδιάς σου» και άλλα ελαφρολαϊκά της δεκαετίας του ’70.

Το θέμα βέβαια που φέρνει τον νεότερο κόσμο εδώ ακούει στο όνομα Αντζελα Γκρέκα. Η νύχτα δεν έχει προχωρήσει και η κυρία Γκρέκα ανεβαίνει στη σκηνή τραγουδώντας τη δική της «σημαία»: το τραγούδι «Να πεθάνεις» του Μάρκου Βαμβακάρη που ερμήνευσε μαζί με τον πατριάρχη του ρεμπέτικου το 1962, την εποχή που με πρωτοβουλία του Τσιτσάνη και του Χιώτη επανεκτελέστηκαν μεγάλα τραγούδια του Μάρκου από τον Μπιθικώτση και όχι μόνο. Βέβαια το συγκεκριμένο κομμάτι ερμηνεύτηκε σε πρώτη εκτέλεση απ’ την Γκρέκα, ενώ η γνωριμία της με τον Μάρκο έγινε όταν εκείνη ήταν ακόμη παιδάκι.

«Ημουν 15 ετών, δούλευα στο κέντρο Ολύμπια στο Ηράκλειο Κρήτης και εκεί ήρθε ο Μάρκος και συνεργάστηκα μαζί του! Ετυχε να είμαι εκεί. Ηταν φίλος του μπαμπά μου και με ήξερε από μικρή», μου έχει πει νωρίτερα η κυρία Γκρέκα στο καμαρίνι της πίνοντας το ουισκάκι της. Και ρωτώντας τη για τη σημερινή πραγματικότητα του λαϊκού τραγουδιού, η δική της απάντηση δεν αφήνει παρερμηνείες:

«Σήμερα το λαϊκό είναι ερμαφρόδιτο! Δεν έχουνε βιώματα οι σημερινοί. Οταν έλεγα το «Φτώχεια που με κουρέλιασες με νύχια ματωμένα» έκλαιγα και το εννοούσα». Και συμπληρώνει για την τωρινή της συνεργασία: «Με έψησε ο μπουζουξής Βαγγέλης Λιόλιος που είχαμε συνεργαστεί στον Διογένη της Θεσσαλονίκης το 1976. Με έψησε και ο ιδιοκτήτης του Κεραμεικού, ο κύριος Ζούμπος. Εγώ εδώ και χρόνια μένω στους Αγίους Θεοδώρους. Ομως για τις ημέρες που δουλεύω ο Ζούμπος μού πληρώνει τις διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχείο του Κέντρου». Η κυρία Γκρέκα έχει τη δική της διαδρομή στο λαϊκό τραγούδι. Το πραγματικό της όνομα είναι Ανθούλα Αξελιθιώτου και ο Τόλης Χάρμας ήταν εκείνος που της έδωσε το καλλιτεχνικό Αντζελα Γκρέκα στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, στο κέντρο Πανόραμα της συμπρωτεύουσας όπου εργαζόταν εκείνη τότε, όταν για λίγες ημέρες απουσίασε, πήραν μια νεαρή κοπέλα για να την αντικαταστήσει. Την Κική Παπαδοπούλου. Δηλαδή τη… Μαρινέλλα, που επίσης βαφτίστηκε απ’ το τραγούδι «Μαρινέλλα Μαρινέλλα» του Τόλη Χάρμα.

Eνα καλοκαιρινό βράδυ ήταν που πήγε ο Στέλιος Καζαντζίδης να δει τον μπουζουξή Στέλιο Ζαφειρίου και γενικά το πρόγραμμα. «»Πολύ μου άρεσε ο Καζαντζίδης», μου λέει στο καμαρίνι η Μαρινέλλα. «Αμα σ’ αρέσει, κάτι θα κάνουμε», της είπα. Τον πήγαμε σ’ ένα ξενοδοχείο να μείνει και προέτρεψα τη Μαρινέλλα: «Πάρε τη βάρκα του μπαμπά σου να πάτε για ψάρεμα με τον Καζαντζίδη». Κι έτσι έγινε το ειδύλλιο». Η Αντζελα Γκρέκα τραγουδάει όρθια, χαμογελάει στους πελάτες και επιλέγει να ερμηνεύσει ρεπερτόριο βγαλμένο απ’ τα παλιά τζουκ μποξ. Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της δεκαετίας του 1960, όπως τον Τσιτσάνη (που την άκουσε κατόπιν προτροπής του φοβερού και τρομερού Μουσχουντή, διευθυντή της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης), τον Καλδάρα, τον Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη, τον Γιάννη Σταματίου ή Σπόρο, τον Γιώργο Λαύκα και βέβαια τον Παπαϊωάννου που μαζί του πρωτοπήγε στην Αμερική το μακρινό 1959.

Το πηγαινέλα σε Αμερική – Ελλάδα συνεχίστηκε για πολλά χρόνια και ενδιάμεσα ένας θυελλώδης έρωτας με τον Παναγιώτη Μπράβο, ίσως τον ωραιότερο άνδρα – θαμώνα κέντρων εκείνης της εποχής. «Σκέτος Απόλλωνας. Γνωριστήκαμε στο κέντρο Γκρίνουιτς Βίλατζ που μετά εκείνος αγόρασε. Ερωτευτήκαμε παράφορα», μου λέει.