Ας με συγχωρέσει ο Ελικώνας ο βαθύσκιωτος μαζί και τα εννιά κορίτσια του, αλλά όταν έμαθα ότι τελικά ήταν Πικάσο, σχεδόν ανακουφίστηκα. Αντίθετα, η απαγωγή και του μικρότερου έργου ελληνικής ζωγραφικής θα με είχε ρίξει σε πένθος βαρύ και κατάμαυρο. Προσωπικά δεν θα αντάλλασσα ούτε μια φλοίδα από Ιακωβίδη, Γύζη, Λύτρα, Μαλέα, Μπουζιάνη, Τσαρούχη, Κανέλλη για το μισό Μουσείο Πικάσο και το μισό Μουσείο Μοντριάν, και τούτο όχι γιατί είμαι καμιά εθνομανής ούτε και τόσο άσχετη με την παγκόσμια τέχνη.

Ακόμη κι αυτήν την έκτη Καρυάτιδα θα άφηνα στα ξένα χέρια προκειμένου να σώσω και την τελευταία παραγγελιά υδραίων και σπετσιωτών καραβοκυραίων από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Καμαρωτοί με τα γιορτινά τους πόζαραν στους γυρολόγους πορτρετίστες, που μυρίστηκαν χρήμα και δίψα γι’ αναγνώριση κι έσπευσαν από το Τιρόλο στον Αργοσαρωνικό με το καβαλέτο και την ακαδημαϊκή παλέτα τους.

Σ’ αυτούς και σ’ άλλους καμβάδες ψάχνω την αλήθεια περί της καταγωγής των ειδών και της αφεντιάς μου. Κι αν αυτό δεν είναι η πρωταρχική έγνοια της μεγάλης τέχνης, είναι πάντως τα μπογαλάκια και τα στρωσίδια μας. Τα κληρονομημένα και τα κλεμμένα μας. Τα δανεικά και τα αγύριστα. Αυτά κυρίως θέλω μέσα μου να στεγάσω.