Το «Bent» του Μάρτιν Σέρμαν, ένα έργο που ‘κανε αίσθηση, όταν πρωτοανέβηκε στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου το 1979 με τον Ιαν ΜακΚέλεν στον βασικό ρόλο του Μαξ και το 1980 στο νεοϋορκέζικο Μπρόντγουέι με Μαξ τον Ρίτσαρντ Γκιρ, με το θέμα του – οι διώξεις των ομοφυλόφιλων στη ναζιστική Γερμανία μετά την αιματηρή Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών κι η αποκάλυψη της αποσιωπημένης και σχεδόν άγνωστης, μέχρι τότε, πτυχής των έγκλειστων (και με ροζ τρίγωνο στο πέτο) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικών έργων, κάτω από τραγικές συνθήκες, ομοφυλόφιλων – , παρουσιάζεται για τέταρτη φορά στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά με Μαξ τον ίδιο και Χορστ – ο άλλος βασικός ρόλος – τον Στέφανο Κακαβούλη (φωτογραφία) εγκαινιάζοντας τον νέο χώρο «Vault» στον Βοτανικό.

Το έργο – η ιστορία, βασικά, ενός συγκλονιστικού έρωτα που ανθεί στο απάνθρωπο περιβάλλον του Νταχάου ανάμεσα σε δυο άντρες, τον Μαξ και τον Χορστ -, το οποίο έγινε και ταινία το 1997 απ’ τον Σον Ματάιας με τους Κλάιβ Οουεν και Λοτέρ Μπλουτό (στη διανομή και Ιαν ΜακΚέλεν και Μικ Τζάγκερ), ανεβαίνει στη μετάφραση του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Ο οποίος μετέφρασε και σκηνοθέτησε πρώτος το έργο στην Ελλάδα, στο «Αθηνά» με τον Γιάννη Φέρτη και τον Πέτρο Φυσσούν στους βασικούς ρόλους και το θίασό τους. Ο Γιώργος Θεοδοσιάδης υπέγραφε και τ’ άλλα δυο ελληνικά ανεβάσματα του «Bent» – και τα δυο στο θέατρό του «Βικτώρια»: το 1995 – ’96 με Σπύρο Σπαντίδα και Σταύρο Ζαλμά και το 2002 – ’03 με Απόστολο Γκλέτσο και Κώστα Κοντογιάννη.

Στην παράσταση του «Vault» τους άλλους ρόλους θα παίξουν οι Πάνος Μπρατάκος, Θοδωρής Πανάς, Πάνος Ροκίδης, Ιούλιος Τζιάτας, Νικόλας Σουλογιάννης.

Πάντα αναρωτιόμουνα πού «ψωνίζει» τις μετακλήσεις της η Λυρική. Τον – σιτεμένο – ρώσο τενόρο Βίκτορ Αφανασένκο, πάντως, που τραγούδησε Γουσταύο Γ’ – άλλως Ρικάρντο – στον «Χορό μεταμφιεσμένων» του Βέρντι, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, σιγουρεύτηκα πως τον «ψώνισε» στις εκπτώσεις. Και της βγήκε κατιμάς. Φωνή συμπαθητική στις ψηλές περιοχές, ανύπαρκτη στις χαμηλές κι από υποκριτική, υπό το μηδέν…: χεράκια ν’ ανοίγουν, χεράκια να κλείνουν, χεράκι στην καρδιά, χεράκι στο λαιμό… – μα δεν του τα μάζευε λίγο ο σκηνοθέτης;

Εβλεπα, λοιπόν, την παράσταση, οπότε συνέβη το απίστευτο: κάποιος θαρραλέος, που, προφανώς, Ξέρει, στην τελευταία πράξη τον έκραξε. Δικαίως. Δικαιότατα. Και κράξιμο – σύνηθες στα ξένα θέατρα όπου το κοινό Ξέρει – πρώτη φορά ακούω στη Λυρική, στα σαράντα τρία χρόνια που πάω εκεί – στα «Ολύμπια» τουλάχιστον, όπου το χειροκρότημα πέφτει πάντα σύννεφο επί… δικαίους και αδίκους, γιατί στο Ηρώδειο θυμάμαι το ’85 να ‘χουν κράξει τους δυο (ανεπαρκέστατους) άρρενες πρωταγωνιστές στον «Οθέλο» του Βέρντι που ‘χε ανεβάσει με την Λυρική, για το Φεστιβάλ Αθηνών, ο Ζυλ Ντασσέν.

Αλλά ο… λεπτών τρόπων Ρώσος, αντί να λουφάξει, τι σου κάνει; Στο τέλος της επόμενης άριάς του τεντώνει το χέρι προς το κοινό και υψώνει το μεσαίο δάχτυλο!!!!! Ε, αυτό δεν ξέρω αν έχει ματαγίνει διεθνώς. Και κανείς δεν είπε τίποτα. Μας αποστόμωσε! Νόμιζαν πως είναι σκηνοθετικό εύρημα; Δεν ξέρω. Στο τέλος μάλιστα το νοήμον κοινό τον καταχειροκρότησε! Ε, καλά τα παθαίνουμε.

Δεν άρεσε, λίγο ώς πολύ, στους τέσσερις φίλους που πήγαμε μαζί. Η παράσταση του «Περικλή» στο Εθνικό. Εγώ βρήκα την εκτελεσμένη από ένα πολύ καλό σύνολο ηθοποιών σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά (φωτογραφία) απόλυτα δεμένη με το έργο. Το αφελές παραμύθι του Σαίξπηρ – που δεν ξέρω γιατί θεωρείται υποδεέστερο απ’ το «Χειμωνιάτικο παραμύθι» ή τον «Κυμβελίνο» – ανέβηκε με την αφέλεια και την ανεμελιά ενός παιδικού παιχνιδιού. Σαν τα παιχνίδια που παίζω με την Ζωίτσα και την Σοφούλα. Ενός παιχνιδιού που δεν καμώνεται. Κι αυτό, εμένα προσωπικά, με γοήτευσε.

Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 21 Δεκεμβρίου, μ’ αφορμή την είδηση ότι ο, κατά ένα ποσοστό ελληνικός, «Προμηθέας στην Αθήνα» των «Ρίμινι Προτοκόλ» θα παρουσιαστεί την άνοιξη στο Φεστιβάλ της Βιέννης, πως «η μόνη αμιγώς ελληνική συμμετοχή» στο φεστιβάλ αυτό μέχρι τώρα ήταν του «Τεζέουμ Ανσάνμπλ» του Μιχαήλ Μαρμαρινού με το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη. Λάθος!

Φίλος καλός μού θύμισε πως στα εξήντα ένα χρόνια του Φεστιβάλ της Βιέννης έχουν περάσει ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ τρεις ακόμα ελληνικές παραστάσεις από ‘κεί: «Ορνιθες» του Κάρολου Κουν απ’ το «Θέατρο Τέχνης», «Ερωτόκριτος» του Σπύρου Ευαγγελάτου απ’ το «Αμφι-Θέατρο» και «Βάκχες» του Θεόδωρου Τερζόπουλου απ’ το «Αττις».

Απ’ τον Μπέκετ και τα έργα του «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Τέλος του παιχνιδιού» και «Ευτυχισμένες μέρες» άντλησε η καλή και ψαγμένη ομάδα «Πλεύσις» για την καινούργια χοροθεατρική παράσταση που ετοιμάζει με τον τίτλο «Το Τέλος και η Αρχή» για να την παρουσιάσει από 14 Ιανουαρίου έως 8 Απριλίου στον «Φούρνο».

Η παράσταση αφηγείται, όπως σημειώνεται, την ιστορία δυο ανθρώπων που ξετυλίγουν ένα ταξίδι συμπόρευσης, απομάκρυνσης και επιστροφής. Ενα ταξίδι που σε κάθε σταθμό του το πικρό χιούμορ εναλλάσσεται με τη συγκίνηση. Σ’ αυτή τη διαδρομή ο θεατής καλείται ν’ αφεθεί στην ποιητική υφή της ιστορίας και να αφουγκραστεί την κάθε στιγμή με την ελευθερία που επιτρέπουν τα όνειρα.

«Το Τέλος και η Αρχή» ανεβαίνει σε σκηνοθεσία και με σκηνικά Αντώνη Κουτρουμπή (φωτογραφία) ο οποίος και συνυπογράφει με την Μιράντα Βατικιώτη τη δραματουργική επεξεργασία και με την Ολγα Γερογιαννάκη τη χορογραφία ενώ οι δυο τους θα ‘ναι κι οι ερμηνευτές. Τα κοστούμια είναι της Ολγας Γερογιαννάκη επίσης, η μουσική του Μηνά Εμμανουήλ κι οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα.

Πολλά τα βραβεία και της Ενωσης Κριτικών. Σε κάθε κατηγορία, εκτός απ’ το βραβείο, και έπαινος επιπλέον. Σα να μη θέλανε να δυσαρεστήσουν κανέναν απ’ τους υποψήφιους. Μα δεν το καταλαβαίνουν; Οσο τα βραβεία πολλαπλασιάζονται τόσο το κύρος τους μειώνεται. Ο πληθωρισμός δεν είναι φαινόμενο υγιές…