«Ο πλανήτης των κορακιών» είναι το βιβλίο που έχει ανοιχτό μπροστά του πάνω στο τραπέζι, δίπλα αχνίζει μια κούπα καφέ. «Λοιπόν, είναι πολύ πιο έξυπνα από όσο νομίζουμε», λέει ο Τομ Γουέιτς για τα κοράκια, για τα οποία φαίνεται πως έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο βάθος ακούγεται κάντρι μουσική από ένα τζουκ-μπόξ. Ο Γουέιτς έχει το ένα αυτί του τεντωμένο προς τα εκεί.

Το «Bad as me», το καινούργιο, 18ο άλμπουμ του, έχει προσελκύσει κοντά του (και στη Σάντα Ρόζα βόρεια του Σαν Φρανσίσκο όπου κατοικεί) διάφορα εξωτικά πτηνά. Ο Κιθ Ρίτσαρντς, ο Φλι (των Red Hot Chili Peppers), ο Μαρκ Ρίμποτ συναντιούνται όλοι εδώ. Η κουστωδία ακολουθεί την κακοτράχαλη φωνή του σε ιστορίες περιπλάνησης, εγκατάλειψης και αναπάντητων ερωτημάτων – που επανέρχονται με δριμύτητα όλα αυτά τα χρόνια. Ηταν 24 χρονών ο Γουέιτς όταν έβγαζε το «Closing Time», το πρώτο του άλμπουμ.

Ο,τι και αν είναι αυτό που τον κάνει γοητευτικό και ακαταμάχητο στα μάτια των φανατικών θαυμαστών του, δυναμώνει με τα χρόνια. «Το παράδοξο σε αυτή τη ζωή είναι πως περνάς το μισό από τον καιρό σου προσπαθώντας να κάνεις τον κόσμο να σε ακούσει και τον υπόλοιπο προσπαθώντας να τον ξεφορτωθείς». Ο ίδιος πάλι νιώθει άνετα με τις παραδοξότητες και… αυτές μαζί του.

Το 1980, στα γυρίσματα της ταινίας «Μια μέρα, ένας έρωτας» («One from the heart») του Φράνσις Φορντ Κόπολα, γνώρισε την Κάθλιν Μπρέναν (εκείνος έγραφε τη μουσική, εκείνη δούλευε το σενάριο) και λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Από τότε η ζωή του αλλάζει.

Νέο σπίτι στη Σάντα Ρόζα, νέα δισκογραφική εταιρεία, οι δυο τους αρχίζουν να γράφουν μαζί τραγούδια και μεγαλώνουν τρία παιδιά.

«Οταν την συνάντησα, οι περισσότεροι από τους δίσκους μου ήταν κολλημένοι με τυρί, τρίχες, λάδια, τέτοια πράγματα. Εκείνη είχε τους δικούς της στις χάρτινες θήκες, με καθαρά εξώφυλλα, όλα τέλεια. Αυτό από μόνο του ήταν κάτι σαν αποκάλυψη».

Η μουσική – πιστεύει – θέλει λίγη προσπάθεια. «Τώρα έχουν αφαιρέσει τον κόπο, τον αγώνα τού να βρεις κάτι. Χάθηκε η γοητεία της ανακάλυψης». Οι ιδιοκτήτες των βιβλιοπωλείων και των δισκοπωλείων ήταν σαν μάντεις.

Με ποια έννοια; «Εμπαινες μέσα σε ένα παλιό σκονισμένο μέρος και σου έδειχναν τον δρόμο προς κάτι που μπορούσε να σου αλλάξει τη ζωή. Αυτά όλα χάθηκαν». Αρα, δεν τον συναντάς συχνά online;

«Οχι. Αλλά, πάλι, εγώ είμαι από αυτούς τους τύπους που ακόμη φοβούνται λίγο το τηλέφωνο, τις συνέπειές του για τη συνομιλία. Ακόμη αναρωτιέμαι αν το τζουκ-μπόξ μπορεί να είναι ο θάνατος των συναυλιών».