Πόσο εύκολο είναι για έναν πολίτη που κληρώνεται ένορκος να γίνεται «περιστασιακός δικαστής» και να αποφασίζει αν θα στείλει ή όχι στη φυλακή τον κατηγορούμενο που έχει απέναντί του; Κινδυνεύει η δημοκρατία από την κατάληψη ενός σχολείου; Είναι βραχνάς για την απονομή της δικαιοσύνης οι αλλεπάλληλες αναβολές των δικών; Τι είναι πολιτικό έγκλημα και πόσο απέχει η τρομοκρατία από αυτό; Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι έννοια θεωρητική ή ουσιαστική; Υπάρχουν ηθελημένες εξαρτήσεις των δικαστών και τι ρόλο έπαιξε η ιστορία του αποκαλούμενου «παραδικαστικού κυκλώματος»; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα τα οποία επιχειρεί να προσεγγίσει ο εισαγγελέας Γιώργος Κτιστάκης στο καινούργιο βιβλίο του.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1952 με διδακτορικό από τη Νομική Αθηνών, ο έμπειρος εισαγγελικός λειτουργός σήμερα κατέχει τον βαθμό του αντεισαγγελέα Εφετών και υπηρετεί στη Ρόδο, ενώ στο παρελθόν είχε ανέβει πολλές φορές στις έδρες των ποινικών δικαστηρίων του Πειραιά. Πριν από λίγους μήνες συμμετείχε στη σύνθεση δικαστηρίου στη Ρόδο όπου ήταν 45 άτομα κατηγορούμενοι – 35 από αυτούς ήταν παρόντες – για εμπορία μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών. Ο εισαγγελέας πρότεινε και οι δικαστές τιμώρησαν τότε τους 15 κατηγορούμενους με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, που είναι και το «ταβάνι» του ποινικού νόμου για τέτοιου είδους αδικήματα. Στα 28 χρόνια που υπηρετεί τη Δικαιοσύνη έχει χειριστεί εκατοντάδες δικογραφίες και έχει ασχοληθεί με όλη την γκάμα των εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο, ο Γ. Κτιστάκης δεν έτυχε να κληρωθεί σε καμία από τις έδρες των δικαστηρίων που εκδίκασαν υποθέσεις οι οποίες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της δικαστικής επικαιρότητας. Το γεγονός αυτό, όπως λένε συνάδελφοί του που γνωρίζουν καλά τη διαδρομή του, έκανε τον εισαγγελικό λειτουργό να μπορεί ακώλυτα να συμπεριλάβει στο βιβλίο νομικές προσεγγίσεις που αφορούν διάφορες υποθέσεις, όπως η 17Ν, το παραδικαστικό κύκλωμα, οι ευθύνες των εκπροσώπων της Ρικομέξ, χωρίς να κουβαλά το βάρος μιας δικής του αγόρευσης.

«Δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι τα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια (ΜΟΔ) που δικάζουν εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής και της γενετήσιας αξιοπρέπειας αποτελούν αναχρονισμό», αναφέρει ο εισαγγελέας καταθέτοντας τη δική του άποψη για το θέμα των ενόρκων, η παρουσία των οποίων στις δικαστικές έδρες έχει πολλές φορές γίνει μήλον της Εριδος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων. Πρόκειται για τους λαϊκούς δικαστές, κατά κύριο λόγο δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι έπειτα από κλήρωση καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή ή την αθωότητα κατηγορουμένων που φέρονται να έχουν διαπράξει εγκλήματα, όπως δολοφονίες και βιασμούς, και έχουν την πλειοψηφία στα κακουργιοδικεία. Οι υπέρμαχοι του θεσμού επιμένουν ότι η ψήφος τους αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, οι πολέμιοι αντιτείνουν ότι τους λείπει η αποστασιοποιημένη ματιά του τακτικού δικαστή, ενώ μια τρίτη σχολή υποστηρίζει μεν την παραμονή τους αλλά ζητά συσχετισμό δυνάμεων υπέρ των τακτικών δικαστών. Ο συγγραφέας παραθέτει σειρά επιχειρημάτων υπέρ και κατά, αφήνοντας τα συμπεράσματα στον αναγνώστη.

Πολλές φορές λέει, όπως έχει δείξει η δικαστηριακή πρακτική, οι ένορκοι δεν θέλουν να αναλάβουν αυτό το βάρος. «Ενα συντριπτικό ποσοστό (ακόμα το 80%) αρχίζει την «γκρίνια» από τη στιγμή που θα λάβει την κλήση ότι έχει περιληφθεί στον κατάλογο των ενόρκων και πρέπει να εμφανιστεί στο δικαστήριο τη συγκεκριμένη ημερομηνία», αναφέρει ο εισαγγελέας. «Σπανίως εμφανίζεται κάποιος ένορκος που δεν επιδιώκει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να απαλλαγεί. Ενας ωστόσο από αυτή την κατηγορία ρωτήθηκε στην πρώτη διακοπή του δικαστηρίου γιατί άραγε δεν ζήτησε απαλλαγή, αφού ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για τον μοναδικό ακτινολόγο γιατρό ενός νοσοκομείου. Απάντησε ότι αφού κληρώθηκε όφειλε να ασκήσει τα καθήκοντά του». Θα ήταν ευτύχημα, λέει ο Γ. Κτιστάκης, αν υπήρχαν περισσότεροι ένορκοι αυτής της κατηγορίας γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε δικαίωση του συστήματος.

Από την άλλη, πλεονέκτημα του τακτικού δικαστή, θεωρεί ο εισαγγελέας το γεγονός ότι «δεν επηρεάζεται από το πρόσωπο που δικάζει, από το επάγγελμά του, την οικονομική του κατάσταση, τη φυλετική του προέλευση ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ούτε φοβάται τις ενδεχόμενες συνέπειες της απόφασης που λαμβάνει». Για του λόγου του το αληθές ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει «τις αθρόες απαλλαγές κατηγορηθέντων για τρομοκρατικές ενέργειες από ενόρκους οι οποίοι δεν ήθελαν ενδεχομένως να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση».