Περάσαν κιόλας εφτά χρόνια απότότε που η δόκιµη ποιήτρια Κική ∆ηµουλά είχε αποστείλει (2004) στον τότε πρωθυπουργόκαι υπουργό Πολιτισµού Κ. Καραµανλή µιαν επιστολή που κατέληγε µετην περιβόητη παραίνεση: «Πρέπει να µπορέσουµε ναρίξουµε το ακόντιόµας µακρύτερα» – και αναρωτιέται κανείς µήπως η κ. ∆ηµουλά αξιοποίησε στην περίπτωση το µπλακ χιούµορ της: εδώ δεν είχαµε καταφέρει να κλωτσήσουµε επιτυχώς µιανυποτυπώδη µπάλα, τοακόντιο µας µάρανε;

Πιθανολογούσα πωςηποιήτρια θα επανερχόταν µετάτο 2009 και µε δεύτερη επιστολή θα επεξέτεινε τηναλληγορίατης σταµη περαιτέρω, ότι δηλαδή «κρίµα που το καρφώσατε στο πόδι σας»·και η δηµόσια δήλωση υποστήριξης της νεότευκτηςΠολιτικής Ανοιξης από τον µείζονα Ελύτη (1993), εξάλλου,δεν είχε ευοδωθεί. (Για µια βαθιά ανάλυσητων ανωτέρω φράσεων καιστάσεων βλ.τα σχετικά σχόλια του ∆. Καστριώτη στο ∆ιαδίκτυο, απ’ όπου αποκολλώ την ερεθιστική άποψή του πως µια δήλωση υποστήριξης αποδεικνύεται ουσιώδης απότην ίδιατη διατύπωσή της. Οίδιος προτείνει τη δήλωση του Ντέµη Νικολαΐδη πριν από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα της Εθνικής µας στηνΙσπανία, «ήρθαµε εδώ για να βαρύνουµε τη φανέλα», ωςποιητικότερηαπό το «ακόντιο»).

Ποιητές και γενικότερα καλλιτέχνες ήδιανοουµένους πολιτικάέκδηλουςέως στρατευµένους (δηλ. εµπρόθετα ενεργούς στον δηµόσιοβίο, πέρα και ανεξάρτητα από την όποια πολιτική διάσταση διαπιστώνεται από την κριτική στο έργο τους) διαθέταµε ανέκαθεν· αναφέρω ως ένα από τα πιοπρόσφατα– καιυποδειγµατικό, κατά τηγνώµη µου – παραδείγµατα τον συγγραφέα Χρήστο Χωµενίδη, που ευθαρσώς µετέχει στη νεοπαγή ∆ηµοκρατική Αριστερά και µάλιστα σε αιρετή θέση. Από τους α(νεκ)δήλωτους ορισµένοι δηλώνουν «αηδιασµένοι» από την πολιτική – λες και ηπολιτική είναι πτιφούρ που το κερνιόµαστε αναλόγως µε την όρεξη.

Οσο για τη σχετική ατάκα που ακούγεταιαραιά και πού, «Γιατί οι πνευµατικοί άνθρωποι σιωπούν», είναι παραφράσιµη στο «Γιατί οι πνευµατικοί άνθρωποι δεν βγαίνουννα µηρυκάσουν µε κουλτουριάρικα λόγια όσα λέµε χύµα στα πρωινάδικα,όπου καθηµερινά ξεµπροστιάζουµε ενόχους, κλέφτες, βιαστές και προδότες». Κατά τα άλλα η πλειονότητα των διανοουµένων δεν σιωπά, παρά γραπτώς µεν εκφράζεταιµέσ’ από τα περιοδικά και τις εφηµερίδες ενώ καιπροφορικά κρίνει και επικρίνει στις µικρές ήπολυάριθµες εκδηλώσεις και οµηγύρεις, τις ιδιωτικές και τις δηµόσιες. Και αυτό δεν είναι βέβαια η µεγάλη επανάσταση, µα δεν είναι και αµελητέο· γιατίόπως το έχει σηµειώσει ο Καβάφης(που τον προσφέρουν αυτές τιςµέρες «ΤΑΝΕΑ » σε αξιόπιστη, καλαίσθητη και λίαν οικονοµική συσκευασία): « Ο λόγος µου δεν πάγει χαµένος. Θα τον επαναλάβη ίσως κανείς και µπορεί να πάγη σε αυτιάπου νατον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί από τους µη συµφωνούντας τώρα να τον θυµηθή κανένας – ειςευνοϊκήν περίστασιν εις το µέλλον, και, µε την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, ή να κλονισθή η εναντία του πεποίθησις.– Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήµατα,και εις µε ρικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. […] Αλλά τα πολλά µου τα λόγια – εµού του δειλού – θα […] ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος » (βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Ανέκδοτα σηµειώµατα ποιητικής και ηθικής», Μικρά Καβαφικά , Β’, Ερµής,1987).

Το πρόσθετο ζητούµενο από τους πνευµατικούς ανθρώπους – και από τους «απνευµάτιστους», άλλωστε – είναι, εκτός από την κριτική πουασκούν, ότι χρωστούν να φανερώνουν καιτην πολιτική σκοπιά τους:επικρίνουνως φιλελεύθεροι, ως αριστεροί, ως «ακοµµάτιστοι» ή ως περιθωριακοί; Η «ακοµµάτιστη» επίκριση είναι συχνά απόυστερική/ νερόβραστη έως επικίνδυνη και ο ρόλος του «ελεύθερου κι ωραίου σκοπευτή» αβασάνιστος έως επιλήψιµος· το «Who is asking?» των καουµπόικων σαλούν πρέπει να τροποποιηθεί για την ιδεολογική αποσκοράκιση, στην περίπτωση. Αυτά ταεπικαλούνταν οΚουτσόγιωργας,δεν υπάρχειπια οδιχασµός σε ∆εξιάκαι Αριστερά στον σηµερινό κόσµο,ο Μαγιακόβσκι και οιόµοιοίτου ανήκουν στο µουσείο της ιστορίας, εικάζω τον αντίλογο.

Πρόχειρηαντίκρουση: τηνισοπέδωση την προπαγανδίζουν οι άδηλοι δεξιοί· σοβαρότερη αντίκρουση είναι πως µόλις θυµηθούµε τον αξέχαστο πρόεδρο Ρέιγκαν, θα την ξανασκεφτούµε τηδιχοτόµηση –υπάρχουν εξάλλου και οι εξαιρετικάενδιαφέροντ ες και αυθεντικοίσυντηρητικοί, όπως ο κύριοςΣτέφανος Μάνος.

Το πρόσθετο ζητούµενο από τους πνευµατικούς ανθρώπους είναι, εκτός από την κριτική που ασκούν, ότι χρωστούν να φανερώνουν και την πολιτική σκοπιά τους:

επικρίνουν ως φιλελεύθεροι, ως αριστεροί, ως «ακοµµάτιστοι» ή ως περιθωριακοί;

ο Μίµης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει Λογοτεχνία στο Πανεπιστήµιο ∆υτικής Μακεδονίας dsouliot@gmail.com