Η έλλειψη επαρκούς ρύθµισης των χρηµατοπιστωτικών αγορών έχει αποδειχθεί δύο φορές καταστροφική.

Η πρώτη ήταν στη δεκαετία του 1920. Το όργιο κερδοσκοπίας της εποχής οδήγησε στην κατάρρευση του χρηµατιστηρίου και του αµερικανικού τραπεζικού συστήµατος (9.000 τράπεζες χρεοκοπούν την περίοδο 1930-1933). Μετά την κατάρρευση, µια οµοβροντία νοµοθετικών ρυθµίσεων επέβαλε ισχυρούς ρυθµιστικούς κανόνες στο τραπεζικό σύστηµα των ΗΠΑ.

Η δεύτερη ήταν το 2007-2008. Η µεγάλη απορρύθµιση κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 έδωσε εκ νέου πλήρη (σχεδόν) ελευθερία κινήσεων στον χρηµατοπιστωτικό τοµέα και ιδιαίτερα στο λεγόµενο επενδυτικό τµήµα του. Η απελευθέρωση οδήγησε µέσα σε 15-20 χρόνια σε µια νέα µεγάλη κατάρρευση. Το σενάριο της αυτορρύθµισης παίχτηκε έτσι για δεύτερη φορά και χρειάστηκε λιγότερο από δύο δεκαετίες για να παραγάγει τα ίδια αποτελέσµατα (αφού εν τω µεταξύ ενίσχυσε προσωρινά τους ρυθµούς οικονοµικής µεγέθυνσης αλλά και τους τραπεζικούς λογαριασµούς πολλών συµµετεχόντων). Στην ουσία, οι αυτορρυθµιζόµενες αγορές της δεκαετίας του 2000 µοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό µε τις αυτορρυθµιζόµενες αγορές του 1920: ασυγκράτητη κερδοσκοπική µανία, ασυγκράτητος ανορθολογισµός, ασυγκράτητη χρήση του «αέρα» (το λεγόµενο leverage), υπέρµετρη αύξηση της πολυπλοκότητας, καταστροφική προσγείωση, τσάκισµα της δυναµικής του συνόλου της οικονοµίας.

Εάν οι αγορές δεν έχουν µνήµη, οι πολιτικές δυνάµεις έχουν. Τι περιµένει, συνεπώς, η Ε.Ε. ώστε να βρεθεί στην πρωτοπορία για την µεταρρύθµιση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος και για ένα νέο ορισµό της σχέσης ανάµεσα σε πολιτική και αγορές; Μα, φυσικά, να συµφωνήσουν οι βασικοί ευρωπαίοι παίκτες σε µια κοινή πλατφόρµα. Κάτι που αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο µε δεδοµένες τις διαφορές συµφερόντων (κάθε κράτος – µέλος φροντίζει τα συµφέροντα του δικού του χρηµατοπιστωτικού συµπλέγµατος) και, βέβαια, µε δεδοµένα τα «ύψιστα» συµφέροντα του City και του Ηνωµένου Βασιλείου.

Εάν σήµερα η «γερµανική» επιλογή της δηµοσιονοµικής πειθάρχησης κυριαρχεί, αυτό δεν είναι άσχετο µε την αδυναµία, και, κατά τη γνώµη µας, την έλλειψη ισχυρής βούλησης, ελέγχου του «τέρατος». Οι πύρινοι λόγοι των ευρωπαίων ηγετών υπέρ της «ρύθµισης» έχουν παντού υποχωρήσει. Η δε Ευρώπη βρίσκεται πολύ πίσω από τις πολιτικές Οµπάµα. Ωστόσο, σε συνθήκες ισχυρής πίεσης των αγορών ή η πολιτική θα περιορίσει την ικανότητά τους να ασκούν «υψηλή» πίεση ή θα υιοθετήσει µια στρατηγική κατευνασµού, δείχνοντας σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση ότι οι αγορές παραµένουν το «µεγάλο αφεντικό». Η δεύτερη επιλογή (που σήµερα ακολουθείται) ευνοεί µοιραία τη στρατηγική του «κακού» ευρώ (όρος του Κ. Λαπαβίτσα), τη στρατηγική δηλαδή της δηµοσιονοµικής αυστηρότητας. Φυσικά, η «αριστερή» Ελλάδα (ποιος αλήθεια θεωρεί ακόµη ότι οι µικρές χώρες δεν ασκούν επιρροή;) συνέβαλε µε το δηµοσιονοµικό παράδειγµά της στην κυριαρχία αυτής της επιλογής. Η πρώτη επιλογή, που είναι και πιο δύσκολα υλοποιήσιµη, ευνοεί τη λεγόµενη στρατηγική του «καλού» ευρώ, δηλαδή µια καλύτερη ισορροπία µεταξύ επεκτατικών και περιοριστικών πολιτικών.

Η «γερµανική» επιλογή της δηµοσιονοµικής πειθάρχησης έχει ισχυρή συνοχή, ιδιαίτερα σε µια περίοδο που ακριβώς η ζώνη του ευρώ βρίσκεται υπό απειλή. Δεν µπορεί όµως να πάει πολύ µακριά χωρίς να υπονοµεύσει στρατηγικές δεκαετιών άλλων – και βασικών – ευρωπαίων εταίρων. Εάν παραµείνει κυρίαρχη, και µάλιστα χωρίς ισχυρά αντισταθµίσµατα, θα ενισχύσει µεσοπρόθεσµα τις κεντρόφυγες δυνάµεις στην Ε.Ε. και θα απειλήσει το σύνολο του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος. Η Ευρώπη δεν θα τα καταφέρει εάν γίνει συνώνυµη µε τη συρρίκνωση των κοινωνικών πολιτικών.

Συνεπώς, η Ε.Ε. χρειάζεται ανάσες και πολιτικό χρόνο. Ειδικά η ευρωζώνη έχει συµφέρον, µε δεδοµένο ότι δεν είναι σήµερα σε θέση να επιλύσει αλλιώς (µέσω, για παράδειγµα, µιας ευρωπαϊκής οµοσπονδίας ή της οικονοµικής διακυβέρνησης) τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει, να περιορίσει την «εξωτερική» πίεση που υφίσταται. Ενα µεταρρυθµιστικό «ρεπερτόριο» που θα έχει στο επίκεντρό του την αποδυνάµωση των αγορών και τη µερική αποκατάσταση της διευθυντικής λειτουργίας της πολιτικής είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί. Είναι όµως πιο ώριµο, όπως γράψαµε σε προηγούµενο σηµείωµά µας, από λύσεις που µοιάζουν πιο κοντά στο ευρωπαϊκό όνειρο (πολιτική Ευρώπη, οικονοµική διακυβέρνηση) αλλά βρίσκονται πιο µακριά από τις παρούσες στρατηγικές πραγµατικότητες και τη βούληση των κοινωνιών. Η ιστορία των ηττηµένων οραµάτων διδάσκει ότι η πραγµατική πολιτική οφείλει να ενσωµατώνει στη δράση της την «πλεκτάνη» των ιστορικών συµπτώσεων, όχι να αντιτίθεται σε αυτήν.

Οι ευρωπαϊστές, αριστεροί και δεξιοί, υπονοµεύουν το όραµά τους (οι ιδεολόγοι δεν βρίσκονται µόνο στα άκρα του πολιτικού φάσµατος) όταν δεν αντιλαµβάνονται ότι οι νοµισµατικές ενώσεις χρειάζονται όχι µόνον πολιτική συνοχή «έσωθεν» αλλά και µείωση των πιέσεων «έξωθεν». Το θέατρο του πολέµου σήµερα ευνοεί τις τακτικές απώθησης του «εξωτερικού» εχθρού παρά τις τακτικές ενίσχυσης της εσωτερικής συνοχής.

ΝΑΙ Μ ΕΝ, ΑΛΛΑ…

Η «γερµανική» επιλογή της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας έχει τώρα ισχυρή συνοχή. Δεν µπορεί όµως να πάει πολύ µακριά

Ο Γεράσιµος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, εντεταλµένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήµιο Βρυξελλών.