Η κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των δανειστών µας βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς παρεξήγησης. Η συµπερίληψη της βασικής σύνταξης στο σύστηµα υπολογισµού αναπλήρωσης άναψε φωτιές στην Αθήνα. Χρειάστηκαν δέκα ηµέρες για να διευκρινιστεί από τις Βρυξέλλες ότι «ουδέποτε ζητήθηκε η µείωση των συντάξεων στο µισό». Λήξη συναγερµού; Μάλλον όχι.

Το ζήτηµα ποιος µιλάει µε ποιον και σε ποια βάση παραµένει. Ωστόσο, η βάση θα έπρεπε να θεωρείται δεδοµένη. Φαίνεται όµως ότι το περίφηµο µνηµόνιο, µε τις εκατοντάδες σελίδες των παραρτηµάτων του, ακόµα δεν έχει µελετηθεί επαρκώς από αυτούς που το συνυπέγραψαν.

Οι µεν έβαλαν την υπογραφή τους σε χαρτιά που τους παρουσιάστηκαν υπό πίεση, χρονική και ψυχολογική. Οι δε, που υποτίθεται ότι τα συνέταξαν, έδεσαν σε τοµίδια διάφορα προκάτ κείµενα µε πρόχειρες συµπληρώσεις. Από την πλευρά των ελεγκτών, υπάρχει ένα φανερό ζήτηµα εκπροσώπησης. Το αυτοσχέδιο σχήµα των δανειστών αναδεικνύει το εγγενές πρόβληµα της Ενωσης: πολυπρόσωπες οµάδες, όργανα, επιτροπές και συµβούλια που χάνονται στη µεταξύ τους συνεννόηση. Ενα πολυκεντρικό σύστηµα διαβούλευσης και αποφάσεων, στο οποίο χάνεται η έννοια της λογοδοσίας. Από τη δική µας πλευρά, δίνεται η εντύπωση ότι προσπαθούµε να υπεκφύγουµε. Εξω, στέλνουµε το µήνυµα ότι δεν θα κάνουµε τίποτα αν δεν µας σύρουν και αν δεν αναλάβουν το «πολιτικό κόστος» εκείνοι που, ούτως ή άλλως, δεν έχουν καµιά εντολή να απονείµουν κοινωνική δικαιοσύνη στα καθ’ ηµάς. Μέσα, η κυβέρνηση εκπέµπει σήµατα απονενοηµένου ηρωισµού για την προάσπιση των λαϊκών συµφερόντων.

Τελευταία κυκλοφορεί το σενάριο ότι και στην προδοσία των κυβερνητικών πεποιθήσεων υπάρχει κόκκινη γραµµή. Υπάρχουν όρια στον δρόµο που κάποιος πορεύεται ενάντια στις πεποιθήσεις του: «Ας µας ρίξουν». Σε κυβερνητικούς κύκλους έχει δηµιουργηθεί η αίσθηση ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ριµέικ της τέταρτης σταυροφορίας και ότι πολιορκούνται µέσα στο τελευταίο οχυρό του σοσιαλισµού. Αυτή είναι µια βολική εκδοχή των πραγµάτων. Η άλλη εκδοχή είναι ότι η επίδειξη δονκιχωτικού ηρωισµού συγκαλύπτει αδυναµία.

Για να βγούµε από την κρίση, πρέπει να ξεπεράσουµε τους εαυτούς µας. Το ερώτηµα όµως τίθεται πρωτίστως στους πολιτικούς. Στο πρόσφατο «άτυπο» υπουργικό συµβούλιο, σχεδόν οι πάντες οµονόησαν εναντίον του Γιώργου Παπακωνσταντίνου που τόλµησε να προτείνει κεντρική διαχείριση των αποκρατικοποιήσεων. Οι cabinet men (όπως ονοµάζονται ελληνιστί οι υπουργοί) αντέτειναν ότι οι υπό ιδιωτικοποίηση οργανισµοί βρίσκονται στην (απόλυτη;) δικαιοδοσία τους. Κάτι παρατήρησε ο Πρωθυπουργός για «υπουργεία φέουδα».

Πράγµατι, στην τυπικώς καπιταλιστική και ιδεολογικώς σοσιαλιστική χώρα µας, το σύστηµα διακυβέρνησης παραµένει χαρακτηριστικά φεουδαρχικό. Και ειδικότερα, δεν είναι «πρωθυπουργοκεντρικό» αλλά, επί της ουσίας, υπουργοκεντρικό. Ο αφέντης-υπουργός έχει στα χέρια του τα µικρά και τα µεγάλα, από τα νοµοθετήµατα µέχρι τις υπηρεσιακές µεταβολές στα Κάτω Δολιανά. Το πολυδαίδαλο µόρφωµα του δηµόσιου τοµέα που απλώνεται κάτω από τα πόδια του δεν είναι διαχειρίσιµο. Η πληροφορία που λαµβάνει έχει τέτοιο λόγο ποιότητας προς ποσότητα ώστε δεν είναι επεξεργάσιµη. Και, για τις αδράνειες και τις αστοχίες, υπάρχει πάντα το άλλοθι της «συναρµοδιότητας». Ο «Καλλικράτης» δεν προορίζεται να µας απαλλάξει από αυτό το µοντέλο. Και εδώ δεν µας φταίνε οι ξένοι «πολιορκητές».

Πέρα από την κυβέρνηση, το κόµµα βρίσκεται σε παρόµοια κατάσταση πνεύµατος. Για περισσότερη ασφάλεια, οι βουλευτές πηγαίνουν δέκα – δέκα στις αιχµηρές διαπιστώσεις για τις «πολιτικές αντοχές» της κυβέρνησης. Οι µαντατοφόροι κοµίζουν στα ανώτερα κλιµάκια «τι δεν περνάει στην κοινωνία». Και κάπως έτσι αρχίζουν να εξυφαίνονται σενάρια για εκλογές προς το φθινόπωρο. Ακούγεται το επιχείρηµα ότι η κυβέρνηση για άλλα εκλέχθηκε και ότι για τα καινούργια θα πρέπει να λάβει ειδική εντολή. Είναι όµως απίθανο να περπατήσει η φαεινή ιδέα να επιστραφεί στην κοινωνία το πολιτικό κόστος των µέτρων, µια και στις Βρυξέλλες δεν βρίσκεται κανείς για να το παραλάβει.

Εντάξει, οι άνθρωποι θα ψηφίσουν ξανά το ΠΑΣΟΚ. Αλλά θα πάψουν, άραγε, να ανησυχούν και να διαµαρτύρονται; Το ζήτηµα είναι να κυβερνηθεί η χώρα και όχι να αποστοµωθούν οι πολίτες της. Θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι αυτός δεν είναι ο σχεδιασµός του Πρωθυπουργού. Αν – όπως λέει – βρισκόµαστε σε πόλεµο, δεν θα πρωτοτυπήσει παγκοσµίως απαντώντας στην είσοδο στις µάχες µε εκλογές. Κάποιοι όµως προεξοφλούν µια σύντοµη ήττα. Και την επαύριο της ήττας συνηθίζεται, πράγµατι, να γίνονται εκλογές µέσα στα ερείπια. Στον πόλεµο όµως πας για να κερδίσεις. Αλλιώς δεν πας, ή δεν γυρίζεις.

ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΕΣ

για να διευκρινιστεί από τις Βρυξέλλες ότι «ουδέποτε ζητήθηκε η µείωση των συντάξεων στο µισό». Λήξη συναγερµού; Μάλλον όχι