Τι χρειάζεται, λοιπόν, η Ελλάδα περισσότερο: «νοικοκύρεμα» ή «ανάπτυξη»; Το ερώτημα χρόνια τώρα πλανιέται στον ορίζοντα, στροβιλίζεται, προκαλεί κρίσεις σκοτοδίνης, τόσο στον λαό όσο και στην ηγεσία του. Σήμερα, που το πρόβλημα έφτασε στο απροχώρητο, είναι πολλοί αυτοί που για να απαλλαγούν από τη ζαλάδα ζητούν απεγνωσμένα το πρώτο: το «νοικοκύρεμα», το «συμμάζεμα» της οικονομίας, τη συνετή διαχείριση του δημοσίου χρήματος, τη δουλειά του παστρικού επιστάτη. Αλλά και μόνο που περιγράφει κανείς μια τέτοια δουλειά, βλέπει- εκτός αν είναι εθελότυφλος- ότι στην ελληνική κοινωνία δεν είναι δυνατόν να βρεθούν χέρια και μυαλά για ένα έργο υπομονής και επιμονής, παρά μόνο αν ικανοποιηθεί ένας όρος. Πρόκειται ακριβώς για τον δεύτερο όρο του διλήμματος, για την «ανάπτυξη» δηλαδή. Με άλλα λόγια, εάν δεν υπάρχει ένα κίνητρο εθνικής εμβέλειας, ελάχιστοι από τους πολίτες θα φιλοτιμηθούν να πιάσουν το φαράσι και τη σκούπα για να φέρουν την πολυπόθητη τάξη.

Στην ιστορία αυτής της χώρας πάντα αυτό γινόταν. Χρειαζόταν να προβάλει ένας στόχος που δεν ήταν απλώς «καθήκον», δεν ήταν μια οφειλή προς την πατρίδα, ένα «πρέπει» που θα γινόταν αποδεκτό από τους πολίτες, αλλά κάτι διεγερτικό, μια υπόθεση που θα κέντριζε το θυμικό και τη φαντασία τους. Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη με τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα το 1896. Δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί αν δεν είχε πετύχει ένας έρανος στον οποίο συμμετείχαν με θέρμη τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί. Υπό μια έννοια και οι δεύτεροι Ολυμπιακοί στη χώρα, το 2004, εκεί βασίστηκαν. Επρόκειτο για ένα είδος εράνου της συλλογικής θέλησης (μία μόνο ένδειξη της οποίας ήταν ο αριθμός των εθελοντών).

Ό,τι και αν λέγεται, λοιπόν, γεγονός παραμένει ότι η καλή διαχείριση και η αποτελεσματικότητα εξαρτώνται από το πόσο θέλουν πραγματικά οι ηγέτες και ο λαός να πετύχουν τον στόχο τους. Κι εδώ ασφαλώς το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στους ώμους των ηγετών. Αυτοί είναι που καλούνται κάθε φορά να δείξουν κατά πόσον είναι αποφασισμένοι να επιφέρουν αλλαγές, προς αυτούς έχει στραμμένο το βλέμμα του το πλήθος. Η βάση παρακολουθεί αδιάκοπα την κορυφή.

Το συμπέρασμα προκύπτει σαν από κατολίσθηση, κυλάει από τα πάνω προς τα κάτω. Γιατί αυτή είναι η κοινωνία μας. Μαστίζεται τόσο πολύ από την αλληλοαμφισβήτηση ανάμεσα στα άτομα στην καθημερινή ζωή, ώστε η «κορυφή», δηλαδή η διακυβέρνηση, να εμφανίζεται σαν Υπόσχεση για ανακωχή, σαν Υπέρβαση των διαφορών. Το παράδοξο είναι ότι η δυσπιστία τους προς τους ιθύνοντες διατηρείται. Είναι όμως μια δυσπιστία αναμεμειγμένη με την προσδοκία ότι θα διαψευστεί, ότι κάποιοι πολιτικοί θα αποτελέσουν, επιτέλους, ένα εξαιρετικό παράδειγμα και θα ωθήσουν προς τα εμπρός έναν λαό που, μολονότι μεμψιμοιρεί, δεν παύει να είναι ενεργητικός. Στην ηγεσία επομένως κρίνεται το ζήτημα. Ανέκαθεν εκεί κρινόταν. Ας θυμηθούμε, ανάμεσα σε τόσα άλλα, την αντίθεση ανάμεσα στις αντιλήψεις του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Ίωνος Δραγούμη. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας των Ελλήνων. Το θεωρούσε προϋπόθεση κάθε προσπάθειας για ανασυγκρότηση του έθνους. Για τον Βενιζέλο η διαδικασία αυτή από μόνη της ήταν πάρα πολύ αργή και ο χρόνος πίεζε. Η δική του στρατηγική ήταν διαφορετική. Θεώρησε πιο στέρεο να συνδέσει το θέμα της νοοτροπίας με ένα μείζον εθνικό εγχείρημα. Πίστεψε δηλαδή πως οι ράθυμοι συμπατριώτες του θα μπορούσαν να δουλέψουν με περισσότερο ζήλο και πιο αποτελεσματικά αν πείθονταν ότι η εργασία τους αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη ενός εθνικού σχεδίου, μιας «αποστολής» την οποία είχε αναλάβει το έθνος. Είναι λάθος να το χαρακτηρίζουμε, ειδικά αυτό, μεγαλοϊδεατισμό ή και «μικρομεγαλισμό». Στην πραγματικότητα αποτελεί υποχρέωση κάθε ηγεσίας.

Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ζητήσει από τους δημοσίους υπαλλήλους να εργαστούν σαν να ήταν συνυπεύθυνοι με τον ίδιο και την κυβέρνησή του στην επιδίωξη να καταστήσουν την Ελλάδα μεγαλύτερη, ισχυρότερη. Η προσπάθειά του σε άλλα πέτυχε και σε άλλα απέτυχε. Και σήμερα που η κυβέρνηση απευθύνει έκκληση στον λαό για συνδρομή στην αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος, καλείται πρώτα απ΄ όλα η ίδια να δείξει αν το έργο αυτό το θέλει έως το τέλος και, επίσης, στο όνομα ποιας αξίας το θέλει. Μας ενδιαφέρει η επιβίωση για την επιβίωση; Το νοικοκύρεμα για το νοικοκύρεμα; Πρέπει να καταδειχθεί το τι είδους ζωή προτείνει για το μέλλον η ηγεσία στον λαό και τι είδους πνεύμα θα διέπει αυτή τη ζωή. Μπορεί, άραγε, να το επωμιστεί αυτό η κυβέρνηση; Μπορεί, περιορίζοντας τις αντιφάσεις, να παράγει ενιαίο πνεύμα κατά την άσκηση της εξουσίας; Μπορεί, ας πούμε, να αντιληφθεί ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάει για εθνική συσπείρωση και ωριμότητα και τα βράδια η κρατική τηλεόραση να παίζει φωνακλάδικα κόμικς με το επιχείρημα ότι «δεν είναι μόνο για παιδιά»;

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Πρέπει να καταδειχθεί το τι είδους ζωή προτείνει για το μέλλον η ηγεσία στον λαό και τι είδους πνεύμα θα διέπει αυτή τη ζωή. Μπορεί, άραγε, να το επωμιστεί αυτό η κυβέρνηση;