Η δυσμενής οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων στην Ελλάδα, που προκαλείται κατά κύριο λόγο από την κατάρρευση των νομοθετημένων εσόδων του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, ενεργοποιεί την αναγκαιότητα ενός διαλόγου των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας προκειμένου σε βραχυχρόνιο και μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο η κοινωνική ασφάλιση να ανταποκριθεί απρόσκοπτα στις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις της. Οι εξελίξεις αυτές συντελούνται τη στιγμή που τα τελευταία είκοσι χρόνια (1990-2010) οι κεντρικές νομοθετικές παρεμβάσεις κυρίως παραμετρικού χαρακτήρα (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, μείωση των συντάξεων με την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, ενοποιήσεις χωρίς σχεδιασμό και μελέτη, διευκολύνσεις και απαλλαγές από την καταβολή οφειλόμενων εισφορών σε εργοδότες) έχουν φέρει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στη σημερινή δυσμενή οικονομική κατάσταση όπου τα περιουσιακά στοιχεία του (κινητά και ακίνητα) να αρκούν για τη χρηματοδότηση ενός έτους συνταξιοδοτικών παροχών.

Κατά τη διάρκεια της χαμένης αυτής εικοσαετίας η κοινωνική ασφάλιση έμεινε ανοχύρωτη ως προς την οργάνωση είσπραξης των νομοθετημένων εσόδων της. Έτσι, σήμερα 464.000 από τις 930.000 επιχειρήσεις στη χώρα μας δεν καταβάλλουν για παράδειγμα στο ΙΚΑ και στον ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών) το αντίτιμο των οφειλόμενων εισφορών. Η εισφοροδιαφυγή το 2009 εκτιμάται στα 8,3 δισ. ευρώ και το κράτος από το 1993 οφείλει στα ασφαλιστικά ταμεία 12 δισ. ευρώ. Εξαίρεση αποτελεί η ετήσια χρηματοδότηση προς το ΙΚΑ του 1% του ΑΕΠ, η συμβολή του οποίου στη χρηματοδοτική ενίσχυση του ΙΚΑ υπονομεύεται από τη σημαντικού μεγέθους διαρροή νομοθετημένων πόρων του μεγαλύτερου ασφαλιστικού οργανισμού της χώρας.

Είκοσι χρόνια μετά αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο η αναγκαιότητα αναπροσανατολισμού των ασφαλιστικών πολιτικών από τις παραμετρικές αλλαγές στη δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος για τη χρηματοδότηση των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων αλλά και των νέων γενεών.

Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια μετατοπίζει μόνο κατά εξίμισι μήνες το έτος κρίσης της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η μείωση της εισφοροδιαφυγής κατά 20% μετατοπίζει κατά επτά χρόνια το έτος κρίσης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος. Έτσι, η αναγκαιότητα δημιουργίας κεφαλαιακού αποθέματος στην κοινωνική ασφάλιση της χώρας μας αποτελεί την τελευταία ευκαιρία, αφού σήμερα η πλειονότητα των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ βρίσκεται στην ηλικία των 50 ετών και ο αριθμός των συνταξιοδοτήσεων του ΙΚΑ από 40.000 συνταξιούχους το 2010 (50% κατώτατα όρια συντάξεων) αυξάνεται σε 60.000 το 2025 και 120.000 το 2030.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, αναδεικνύεται ως κεντρικό θέμα του επερχόμενου κοινωνικού διαλόγου η απόφαση και η υλοποίηση δημιουργίας ασφαλιστικού αποθεματικού ικανού να χρηματοδοτήσει τους κλάδους κύριας σύνταξης των ασφαλιστικών ταμείων των ήδη συνταξιούχων αλλά και των νέων γενεών.

Στην κατεύθυνση αυτή απαιτούνται συγκεκριμένα, άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα: α) καταπολέμησης της γεωμετρικά αυξανόμενης τα τελευταία χρόνια εισφοροδιαφυγής, β) κατάργησης των ετήσιων ρυθμίσεων καθυστερούμενων οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία που δημιουργούν στους εργοδότες «κουλτούρα» μη πληρωμής, γ) απόδοσης από το κράτος των νομοθετημένων χρηματοδοτικών υποχρεώσεών του προς τα ασφαλιστικά ταμεία, δ) κατάργησης της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας που οι διάφορες μορφές ευέλικτης απασχόλησης της έχουν δώσει εκτεταμένες διαστάσεις.

Οι νέοι αυτοί πόροι για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης θα αποκαταστήσουν, εκτός των άλλων, τόσο τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα ενδογενεακών και διαγενεακών διαστάσεων, όσο και την κοινωνικο-οικονομική δυναμική της στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ

Έπειτα από μια χαμένη 20ετία είναι ανάγκη να δημιουργηθεί κεφαλαιακό απόθεμα στην κοινωνική ασφάλιση της χώρας