Φέτος τον Ιούνιο συμπληρώνονται 10 χρόνια από την ανέλπιστη και αιφνίδια βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτή άρχισε με τις ανταλλαγές επιστολών μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, Ισμαήλ Τζεμ (24 Μαΐου 1999) και Γιώργου Παπανδρέου (25 Ιουνίου) που οδήγησε στη συνάντηση στη Νέα Υόρκη (30 Ιουνίου), στην οποία συμφωνήθηκε η «χαμηλή πολιτική» με στόχο την προσέγγιση. Στη συνέχεια με τους σεισμούς και τη «σεισμική αλληλεγγύη», η προσπάθεια προσέγγισης απέκτησε και λαϊκό έρεισμα, παρά τις γνωστές αντιδράσεις των εκατέρωθεν ιεράκων και εθνικιστών. Η ύφεση αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, αν και από το 2004 και μετά υπήρξε «ψυχρότερη».

Ένας απολογισμός της δεκαετίας αυτής θα συμπεριελάμβανε στα θετικά κατ΄ αρχάς το γεγονός ότι για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970 δεν παρουσιάστηκε μεγάλη κρίση στο Αιγαίο που να οδηγήσει τις δύο χώρες παρ΄ ολίγον στο θερμό επεισόδιο (πριν είχαμε μία μεγάλη κρίση στο Αιγαίο ανά δεκαετία, 1976,1987,1996). Παρουσιάσθηκαν διάφορες «ευκαιρίες» για κρίση στο Αιγαίο, όπως με τη σύγκρουση των δύο αεροσκαφών και τον ατυχή θάνατο του επισμηναγού Ηλιάκη, όμως οι δύο πλευρές διατήρησαν την ψυχραιμία τους και δεν αντέδρασαν υπερβολικά. Δεύτερον, υπεγράφησαν αρχικά 9 διμερείς συμφωνίες που σήμερα έχουν διπλασιαστεί. Τρίτον, συνεχίζεται ο διάλογος χαμηλής πολιτικής, θεσμοθετημένος πλέον, στο πλαίσιο των δύο υπουργείων Εξωτερικών, με περιοδικές συναντήσεις. Τέταρτον, ο διάλογος για τα θέματα του Αιγαίου συνεχίζεται (οι γνωστές ως «διερευνητικές επαφές») αν και από το 2004 κινείται με βήμα σημειωτόν (ελέω Μολυβιάτη που τον πάγωσε). Πέμπτον, οι οικονομικές- εμπορικές σχέσεις έχουν φτάσει σε ικανοποιητικά επίπεδα (πριν ήταν ελάχιστες και δείγμα του πόσο κακές ήταν οι σχέσεις). Έκτον, αυξήθηκε ο τουρισμός (ειδικά από Έλληνες προς την Τουρκία όσο ποτέ άλλοτε), οι επαγγελματικές και πολιτιστικές επαφές και δραστηριότητες μεταξύ πανεπιστημιακών και φοιτητών, που συμβάλλουν με τον δικό τους τρόπο στην περαιτέρω βελτίωση του κλίματος αλληλοκατανόησης. Ιδιαίτερη σημασία έχει και το γεγονός ότι η Αθήνα συνεχίζει να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και αυτό παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία στην Ελλάδα (κατά 79%-80%) τάσσεται κατά της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Στα αρνητικά στοιχεία αυτής της δεκαετίας είναι ότι κανένα απολύτως ζήτημα από την ευρεία ελληνοτουρκική ατζέντα των διαφορών δεν έχει επιλυθεί, ούτε το Αιγαίο ούτε το Κυπριακό (άλλο αν εδώ άλλοι έχουν τον πρώτο λόγο, οι δύο κοινότητες στην Κύπρο), ούτε καν τα ζητήματα των μειονοτήτων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με αυτά τα δεδομένα και με την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. σε τεντωμένο σχοινί (κυρίως λόγω της στάσης της ίδιας της Άγκυρας που ακόμη δεν πληροί τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης»), υπάρχει ορατός ο κίνδυνος ακόμη και πισωγυρίσματος στον παλιό έντονο ανταγωνισμό που έβλαπτε ανυπολόγιστα και τις δύο χώρες.

Υπ΄ αυτές τις συνθήκες υπάρχουν κατά βάσιν δύο οδοί για να μην αποφευχθεί το πισωγύρισμα. Μία οδός είναι να τεθούν τα διμερή θέματα στο Αιγαίο στον πάγο (εκεί όπου ούτως ή άλλως βρίσκονται από το 2004, λόγω Μολυβιάτη τότε) και να υπάρχει όμως περαιτέρω ανάπτυξη στα θέματα χαμηλής πολιτικής με παράλληλες επιτυχείς προσπάθειες επίλυσης των ευκολότερων θεμάτων, όπως των μειονοτικών και του Πατριαρχείου. Μία δεύτερη οδός είναι τα δύο κράτη να προσπαθήσουν, όπως το 2002-2003, να επιλύσουν τις διαφορές του Αιγαίου, ασχέτως του τι θα γίνει με το Κυπριακό. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται πολιτικό θάρρος που τα τελευταία χρόνια λείπει και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Η δε άνοδος των ακροδεξιών εθνικιστών στην Τουρκία (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) και στην Ελλάδα (ΛΑΟΣ), δεν διευκολύνει την κατάσταση, ειδικά καθώς κυβερνούν συντηρητικά κόμματα που φοβούνται διαρροές προς την Ακροδεξιά.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ανάλυσης συγκρούσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Συμπληρώθηκαν 10 χρόνια ελληνοτουρκικής ύφεσης αν και μετά το 2004 οι σχέσεις έχουν ψυχρανθεί