Στις 19 Απριλίου, τις βουλευτικές εκλογές στη Βόρεια Κύπρο κέρδισε το απορριπτικό Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του σκληροπυρηνικού Ντερβίς Έρογλου, με 44% των ψήφων, εξασφαλίζοντας 26 από τις 50 έδρες στη Βουλή. Το κυβερνών αριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα που υποστηρίζει την επίλυση του Κυπριακού με επανένωση και άρση της διχοτόμησης έπεσε στο 29% των ψήφων, παρά την έντονη υποστήριξη που είχε από την τουρκική κυβέρνηση. Αν και υπάρχουν επιτόπιοι λόγοι που οδήγησαν στην πτώση του μετριοπαθούς κόμματος, που δεν έχουν σχέση με την επίλυση του Κυπριακού καθαυτού, εν τούτοις δεν χωράει αμφιβολία ότι η άνοδος του Έρογλου οφείλεται και σε άνοδο των ανένδοτων, όπως είχε συμβεί και τον Φεβρουάριο του 2003, με την εκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου ως προέδρου της Δημοκρατίας της Κύπρου. Ευτυχώς που στην περίπτωση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» συνεχίζει να ηγείται ο Ταλάτ ως πρόεδρος, ο οποίος θα συνεχίσει να προΐσταται και των διαπραγματεύσεων. Επίσηςκάτι που βέβαια δεν μεταδίδουν τα ελληνικά ΜΜΕ- ο Ερντογάν από την Άγκυρα έχει καταστήσει σαφές, σε αυστηρό τόνο, ότι δεν θα επιτρέψει στον Έρογλου να ανατρέψει τη δυναμική προς την επίλυση. Ο Έρογλου από την πλευρά του δηλώνει δημόσια ότι είναι υπέρ της επανένωσης-επίλυσης, αλλά δεν είναι να τον εμπιστευθεί κανείς. Η περίπτωσή του θυμίζει περισσότερο αυτήν του Τ. Παπαδόπουλου όταν εξελέγη πρόεδρος, που διαλαλούσε δεξιά και αριστερά ότι θέλει επίλυση (και έπεισε πολλούς, ακόμη και τον ΟΗΕ και την Ε.Ε.) ενώ εργαζόταν κατά της δυναμικής για λύση-επανένωση που είχε εγκαινιαστεί με το Σχέδιο Ανάν.

Στο τελευταίο ταξίδι του στην Κύπρο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός είπε μεταξύ άλλων ότι αν οι δύο πλευρές (δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι) αφεθούν μόνοι τους, θα μπορέσουν να βρουν λύση στο Κυπριακό (προφανώς εννοούσε λύση επανένωσης και όχι οριστική διχοτόμηση τύπου «βελούδινου διαζυγίου»). Για τα ελληνικά δεδομένα η ορθή αυτή δήλωση αποτελεί επανάσταση σε σχέση με το Κυπριακό. Η πάγια δημόσια ελληνική θέση εδώ και σχεδόν 30 χρόνια (από την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981) ήταν ότι το Κυπριακό αποτελεί διεθνές πρόβλημα, που την ευθύνη για τη μη επίλυση έχει η Τουρκία και ο τουρκικός κατοχικός στρατός. Για να θυμηθούμε και τη γνωστή θέση, «το ζήτημα της Κύπρου είναι αποκλειστικά ζήτημα εισβολής και κατοχής». Δηλαδή αν φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα, θα επιλυθεί αμέσως ως διά μαγείας (άποψη που είχε υιοθετήσει και ο Α. Παπανδρέου, που γενικά ο ρόλος του στην επίλυση του Κυπριακού ήταν αρνητικός). Αντιθέτως, η θέση που φαίνεται ότι υποστήριξε τώρα ο Κώστας Καραμανλής είναι η θέση που υποστηρίζουν εδώ και δεκαετίες οι μετριοπαθείς Τουρκοκύπριοι, ο ΟΗΕ και όλοι οι σοβαροί αναλυτές του Κυπριακού που ασχολούνται με την ειρηνική επίλυση του προβλήματος, δηλαδή ότι λύση βιώσιμη μπορεί να υπάρξει μόνο με ειλικρινείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, χωρίς μεσολαβητές ή επιδιαιτητές. Το συμπέρασμα αυτό, που αποτελεί κοινό τόπο στη μελέτη των εθνοτικών συγκρούσεων, όπως το Κυπριακό, αλλά και στις περισσότερες συγκρούσεις προκειμένου να επιλυθούν χωρίς νικητές και ηττημένους (π.χ. Ισραήλ- Παλαιστίνοι, Αθήνα- Σκόπια) με τη λύση να είναι οριστική και βιώσιμη, θεωρείτο μέχρι πρότινος ανήκουστο, ίσως και φιλοτουρκικό! Ας ελπίζουμε πάντως ότι η φράση αυτή του Πρωθυπουργού δεν ήταν τυχαία.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΒΙΩΣΙΜΗ

Η λύση είναι οριστική και βιώσιμη στις περισσότερες συγκρούσεις προκειμένου να επιλυθούν χωρίς νικητές και ηττημένους (π.χ.

Ισραήλ-Παλαιστίνοι, Αθήνα-Σκόπια)