Τα ήσυχα «καλά παιδιά» μού προκαλούν τόση θλίψη. Δεν φωνάζουν πολύ, δεν αγανακτούν όταν πρέπει, δεν διεκδικούν όσο πρέπει, δεν συγκρούονται. Κι όλοι τα θεωρούν όλα αυτά πολύ θετικά στοιχεία. Μπορεί να βράζουν μέσα τους, αλλά δεν επιτρέπουν συνήθως στον θυμό τους να εκφραστεί, ούτε στον πραγματικό εαυτό τους να φανερωθεί. Κι αν κάποια στιγμή ξεσπάσουν εκρηκτικά, όλοι ξαφνιάζονται. Δεν μπορεί, οι άλλοι φταίνε. Ποτέ η δική τους η «χύτρα» που χάλασε. Αυτά τα μοναχικά «καλά παιδιά» με το απόμακρο βλέμμα και το γλυκό αφηρημένο χαμόγελο. Τους μιλάς κι έχεις συνεχώς μιαν αίσθηση παράξενη, σαν να βρίσκεσαι σε κενό αέρος. Είναι αλλού, αλλά δεν σου λένε, «συγγνώμη, δεν μπορώ να σ΄ ακούσω τώρα» γιατί, είπαμε, είναι «καλά παιδιά» και δεν απογοητεύουν κανέναν. Κάνουν, όμως, κάτι πιο απογοητευτικό: σ΄ αφήνουν να κρέμεσαι, μόνος, ματαιωμένος, πείθοντας τους άλλους αλλά και τον εαυτό τους ότι είναι ευγενικοί, όχι αδιάφοροι.

Αυτά τα ουδέτερα «καλά παιδιά» μού ξυπνάνε τόσο θυμό όταν φοράνε διάφορα «πουκάμισα» λογικής για να μην ανακατευτούν πουθενά- δεν με νοιάζει, δεν μου αρέσουν οι καβγάδες, όλοι δίκιο έχουν, τι σημασία έχει, ο καθένας ας κάνει ό,τι θέλει, κι άλλα τέτοια.

Αυτά τα δυστυχισμένα «καλά παιδιά» που στρέφουν την αγωνία τους στη σκληρή δουλειά καπνίζοντας ατέλειωτα πακέτα τσιγάρα ή, ακόμη χειρότερα, πνίγουν τον πόνο τους στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά και λένε «αν βλάπτω κάποιον, είναι ο εαυτός μου».

Κι αν δεν ξεσπάσει κάποιο μεγάλο δράμα μ΄ αυτούς πρωταγωνιστές, όπου όλοι θα δηλώνουν μπροστά στις κάμερες «μα, ήταν τόσο καλό παιδί», όλα θα μοιάζουν «φυσιολογικά». Και ήσυχα.

Πολύ ήσυχα. Τραγικά ήσυχα.