Όταν τον Απρίλιο του 2007 πέρασε το κατώφλι του κλειστού προγράμματος για εξαρτημένες γυναίκες και μητέρες του «18 Άνω» στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, ήταν ένα ανθρώπινο κουρέλι. Σαράντα κιλά, γεμάτη σημάδια «στο πρόσωπο και στην ψυχή μου και με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα», όπως ομολογεί η ίδια. Σήμερα η 28χρονη Τόνια Αρβανίτη μετράει 615 ημέρες καθαρή και έχει για πρώτη φορά στη ζωή της το σώμα της στητό και το κεφάλι όρθιο – ύστερα από ένα μεγάλο, σκοτεινό ταξίδι δεκατριών χρόνων στο χασίς, την κοκαΐνη και την ηρωίνη. Άρχισε στα 13 της χρόνια με ένα μπουκάλι μπίρα, για να καταλήξει μια μέρα να κοιμάται στην Πλατεία Βάθης και στην Ομόνοια, να σέρνεται στο πεζοδρόμιο και να κάνει τα χειρότερα για να εξασφαλίσει τη δόση της.
Η Τόνια κατάφερε, έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες όπως λέει, να «μην τριγυρνάω πια μέσα στον διπλό μου εαυτό και να χωρίσω εκείνα που μισώ από εκείνα που αγαπάω». Τα ναρκωτικά ήταν γι΄ αυτήν- παραδέχεται- η «εύκολη λύση». Τώρα που πήρε την ευθύνη της και τη ζωή της στα δικά της χέρια, όπως λέει «δεν έχω σταματήσει απλώς να “πίνω”. Επέστρεψα στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή, δουλεύω, διασκεδάζω, γελάω, κάνω σχέδια για το μέλλον, είμαι ενεργό μέλος της κοινωνίας, διαφωνώ, συμφωνώ, χαίρομαι, λυπάμαι, θυμώνω, απογοητεύομαι, ελπίζω, πέφτω και ξανασηκώνομαι χωρίς να παίρνω τίποτα απολύτως. Το “18 Άνω” υπήρξε για εμένα μητέρα και πατέρας μαζί…».

Σε μια δημόσια εξομολόγηση και παραδοχή η Τόνια Αρβανίτη ανατρέχει στο πριν και στο τώρα, «στη ζωή που δεν έζησα και στη ζωή που επέλεξα», γράφοντας η ίδια όλα όσα βίωσε με μιαν αφοπλιστική ειλικρίνεια και ψυχραιμία.

«Γεννήθηκα στην Αθήνα, στις 18 Οκτώβρη του ΄80. Οι γονείς μου δεν ήταν παντρεμένοι και δεν σκόπευαν να παντρευτούν. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής μου θυμάμαι τη μητέρα μου, τη μεταφράστρια Γωγώ Αρβανίτη, να με κοιμίζει παίζοντάς μου κιθάρα και δεν έχω καμία απολύτως ανάμνηση του πατέρα μου. Τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής μου, μένω με τη γιαγιά στην Πρέβεζα και η μαμά ανεβοκατεβαίνει Αθήνα- Πρέβεζα. Είχε ξεκινήσει εκεί δουλειά και είχε γνωρίσει τον Νίκο, τον πατριό μου. Η γιαγιά μου διάβαζε κάθε βράδυ παραμύθια και ακούγαμε μαζί το θέατρο της Δευτέρας. Με έμαθε να κεντάω και να βάφω με ασβέστη τα δέντρα…».

Δεν είχαν χρόνο για μένα. «Μετακομίζω στην Αθήνα, το 1987, στο σπίτι όπου έμενε η μαμά με τον Νίκο. Απέκτησα καινούργιους φίλους, έκανα πολύ μπαλέτο και ζούσα μια φυσιολογική παιδική ηλικία. Το 1990 γεννήθηκε ο αδελφός μου, ο Δημήτρης, αυτό είναι το ένα σημαντικό γεγονός. Το δεύτερο έχει να κάνει με τον πατέρα μου. Έτυχε να μένουμε πολύ κοντά και ο γιος του αδελφού του να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο με μένα. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρεθήκαμε. Με έναν τρόπο όμως πολύ άσχημο. Έπαιζα σε μία Παιδική Χαρά και ήρθε η άλλη μου γιαγιά, η μαμά του μπαμπά και σχεδόν με απήγαγε. “Θα πάμε να δεις τον μπαμπά σου, αλλά μην πεις τίποτα στη μαμά σου”, μου είπε. Έτσι είδα για πρώτη φορά τον πατέρα μου, τον ξαναείδα τρεις-τέσσερις φορές και έπειτα αυτός εξαφανίστηκε!

Επιστρέφουμε το 1991 όλοι στην Πρέβεζα και αρχίζουμε να φτιάχνουμε το σπίτι. Εδώ αρχίζει για μένα μία από τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής μου. Ζούσα σε ένα σπίτι όπου κανείς δεν είχε χρόνο για μένα. Είχα μια μαμά που ήταν μονίμως απασχολημένη και για την ακρίβεια πνιγόταν- είχε δύο μικρά παιδιά το ένα τριών ετών, το άλλο μηνών, δούλευε και συντηρούσε την οικογένεια, έφερνε βόλτα και όλο το νοικοκυριό. Είχα έναν πατριό που είτε έλειπε σε ταξίδι για δουλειές είτε ήταν στο σπίτι, κλεισμένος σ΄ έναν σκοτεινό θάλαμο. Είχα ένα μπαμπά που… ΔΕΝ υπήρχε. Και μια γιαγιά πολύ καλή, αλλά εκνευριστική όταν είσαι στην εφηβεία».

Αλκοόλ και σεξ στα 13. «Έτσι άρχισα να πορεύομαι τελείως μόνη και εντελώς απροετοίμαστη. Είχα μάλιστακαι αυτό το διεπίστωσα εκ των υστέρων – μία “τεράστια τρύπα” που καθόριζε τη συμπεριφορά μου απέναντι στο άλλο φύλο- ήταν το “δώρο” του μπαμπά. Έτσι άρχισα να βγαίνω, να γνωρίζω παιδιά και κυρίως άντρες αρκετά μεγαλύτερους από μένα. Ήμουν ανασφαλής και ακάλυπτη συναισθηματικά.

Την 25η Μαρτίου του ΄93 πήγα σ΄ ένα πάρτι. Ήμουν 13 χρόνων. Οι δικοί μου ήταν στην Υεμένη για δουλειές. Μου άρεσε πολύ ένα αγόρι, που ήταν φαντάρος. Εκείνος με κέρασε μια μπίρα. Την

«Πήγαινα σχολείο, δούλευα, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, έβγαινα στο μπαλκόνι κι έπινα. Άρχισα να γίνομαι τοίχος. Να μη σκοτίζομαι για πολλά, να μην έχω ανάγκη κανέναν, να τα βγάζω πέρα μόνη μου. Μπούρδες βασικά. Όλα τα ίδια ήταν, απλά είχα το χασίς να με “βοηθάει” να κοιμίζω τα συναισθήματά μου»

ήπια χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Και μου άρεσε. Όχι η γεύση της. Αυτό που ένιωσα. Από την ημέρα εκείνη και για τα 13 επόμενα χρόνια έκανα χρήση ουσιών με σκοπό “να”… διάφορα “να”. Όχι συνειδητά αυτά τα “να”.

Η εξάρτηση, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι πια εγώ, είναι η εύκολη “λύση”. Η χρήση με “βοήθησε” τα πρώτα χρόνια, να μη νιώθω τόσο μεγάλη ανασφάλεια. Να μη βιώνω την μοναξιά σε τόσο μεγάλο βαθμό. Να μην πονάω, να μην ντρέπομαι, να ηρεμώ και άλλα. Κάτι επίσης πολύ σημαντικό είναι η ανάγκη τού “ανήκειν”. Δεν ένιωθα ότι είμαι μέρος ενός συνόλου όπου θα αισθανόμουν ασφάλεια, θα ακουμπούσα τις δυσκολίες μου και θα “έλυνα” τα ζητήματά μου. Πρακτικά και συναισθηματικά. Το σπίτι μου δεν ήταν η “φωλίτσα” που ήθελα. Έτσι ξεκίνησα τη χρήση αλκοόλ που είχε συνέπειες για μένα. Έκανα σεξ στα δεκατρία και οτιδήποτε με έφερνε στον κόσμο των μεγάλων. Κάπνιζα, ντυνόμουν πολύ προκλητικά, ξενυχτούσα. Πέρασα πάρα πολύ απότομα σε όλα αυτά, ενώ μέσα μου ήμουν ακόμα παιδί. Η οικογένειά μου προσπάθησε να μου βάλει κάποια όρια, αλλά αυτό δεν γινόταν με τα “ΜΗ” και τα “ΔΕΝ”! Έτσι συνέχισα να ψάχνω μόνη τις λύσεις και τα καταφύγιά μου. Και φυσικά ούτε σωστά έψαχνα, ούτε λύσεις έβρισκα».

Ο θάνατος του Γιώργου. «Αυτά συνέβαιναν μέχρι το ΄95. Τη χρονιά αυτή γνώρισα τον Γιώργο που φοιτούσε στις Ναυτικές Σχολές Πρέβεζας. Ένα αγόρι που μου έδωσε πολλή αγάπη, προσοχή, τρυφερότητα, επιβεβαίωση και εν ολίγοις, μου χάρισε τότε ό,τι ακριβώς μου έλειπε. Περάσαμε μαζί περίπου δύο χρόνια κατά τα οποία σταμάτησα να κάνω χρήση αλκοόλ. Το 1997, ο Γιώργος σκοτώνεται σε αυτοκινητικό. Ο κόσμος για μένα καταρρέει. Δέκα μέρες μετά την κηδεία, οι δικοί μου φεύγουν στις Βρυξέλλες για δουλειά. Μένουμε πίσω, εγώ, τα μικρά και η γιαγιά. Το μόνο που ήθελα ήταν να μη νιώθω. Τίποτα απολύτως. Ήταν μία κοπέλα που μου έφερε το πρώτο τσιγάρο χασίς. Κι αυτή να μην ήταν όμως, εγώ, με όλο αυτό το φορτίο πόνου, θα έψαχνα τη “λύση”!

Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησα τη χρήση χασίς. Διόλου δύσκολο να το βρεις οπουδήποτε. Πήγαινα σχολείο, δούλευα, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, έβγαινα στο μπαλκόνι κι έπινα. Άρχισα να γίνομαι τοίχος. Να μη σκοτίζομαι για πολλά, να μην έχω ανάγκη κανέναν, να τα βγάζω πέρα μόνη μου. Μπούρδες βασικά. Όλα τα ίδια ήταν, απλά είχα το χασίς να με “βοηθάει” να κοιμίζω τα συναισθήματά μου».

Έπινα ηρωίνη και κοκαΐνη. «Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια μέχρι το 2000 που έφυγα για να σπουδάσω. Η επιλογή μου να εισαχθώ στο Πανεπιστήμιο δεν είχε να κάνει τόσο με την επιθυμία μου να σπουδάσω, όσο με την ανάγκη μου να φύγω από την Πρέβεζα. Πέρασα στη Σχολή Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών στην Κρήτη και η μητέρα μου ένιωσε ήσυχη… Αλλά το Ρέθυμνο ήταν για μένα μια άλλη Πρέβεζα. Ήταν τέτοιο το κενό που είχα μέσα μου, που νομίζω πως τίποτα δεν μπορούσε να το καλύψει. Βρήκα τη φίλη από την Πρέβεζα που μου έδωσε πρώτη φορά χασίς – σπούδαζε και εκείνη εκεί. Αυτήν τη φορά μου έδωσε κοκαΐνη- μια χρήση που έκανα 10-15 φορές από τότε στα επόμενα 6 χρόνια. Η κοκαΐνη δεν ήταν η ουσία που έψαχνα. Δεν μου έλειπε η ενέργεια και ανέκαθεν ήμουν αρκετά δραστήρια. Πολλοί χρήστες κοκαΐνης για να “χαλαρώσουν” μετά (το λεγόμενο chill out), κάνουν μικροποσότητες ηρωίνης. Έτσι δοκίμασα πρώτη φορά ηρωίνη και η αλήθεια είναι ότι έκανα εμετούς. Όμως δεν με ενοχλούσε τίποτα απολύτως. Έπινα και χανόμουν στον δικό μου κόσμο». Όταν ξέμενα άρχιζε η φρίκη…

«Τον Φεβρουάριο του 2001 επέστρεψα στην Αθήνα με την προοπτική να κάνω αίτηση μετεγγραφής τον επόμενο Σεπτέμβριο. Το διάστημα αυτό συνέχισα να κάνω χρήση χασίς περιστασιακά. Τον

«Πέρασα τα στερητικά και έναν μήνα χωρίς να βγαίνω από το σπίτι. Ένιωθα το απόλυτο τίποτα. Κενό. Άδεια. Πίστευα πως είχα αποτύχει και πως είχα απογοητεύσει τους πάντες. Η μαμά μου ήταν πολύ κοντά μου σ΄ αυτήν τη φάση, κάτι το οποίο όμως λειτούργησε μέσα μου πολύ αρνητικά. Είχα τραβήξει την προσοχή της έπειτα από τόσα χρόνια και είχα γίνει προτεραιότητα στη ζωή της πίνοντας ηρωίνη!»

Σεπτέμβριο πήγα σ΄ ένα rave πάρτι και δοκίμασα πρώτη φορά ecstasy. Ούτε αυτό μου άρεσε. Γνώρισα όμως ένα παιδί που ήταν χρήστης ηρωίνης. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, στη συνέχεια αποκαλούμασταν ζευγάρι και φυσικά άρχισα να κάνω χρήση μαζί του σε καθημερινή βάση. Χωρίσαμε αλλά εγώ είχα ήδη δικτυωθεί και έβρισκα πια μόνη μου. Δούλευα και σε ένα μαγαζί σερβιτόρα κι έτσι ήμουν καλυμμένη. Από κάποιο σημείο και μετά όμως άρχισε να γίνεται βασανιστικό όλο αυτό. Όταν ξέμενα άρχιζε η φρίκη. Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι δεν πάει άλλο κι έτσι τον Ιανουάριο του 2002 πήγα στην Πρέβεζα και είπα στη μητέρα μου τι ακριβώς συνέβαινε. Αποφάσισε να με βοηθήσει. Πέρασα τα στερητικά και έναν μήνα χωρίς να βγαίνω από το σπίτι. Ένιωθα το απόλυτο τίποτα. Κενό. Άδεια. Πίστευα πως είχα αποτύχει και πως είχα απογοητεύσει τους πάντες. Η μαμά μου ήταν πολύ κοντά μου σ΄ αυτήν τη φάση, κάτι το οποίο όμως λειτούργησε μέσα μου πολύ αρνητικά. Είχα τραβήξει την προσοχή της έπειτα από τόσα χρόνια και είχα γίνει προτεραιότητα στη ζωή της πίνοντας ηρωίνη!».

Υποτροπή έπειτα από 14 μήνες.

«Έτσι αυτή η μία φρικτή εμπειρία δεν στάθηκε αρκετή για να με κρατήσει άπαξ διά παντός μακριά από τη χρήση. Εξάλλου είχα τόσα πράγματα άλυτα μέσα μου. Τον Σεπτέμβριο του 2002, πήρα τη μεταγραφή και έφυγα στην Αθήνα. Ξεκίνησα καλά, όμως ήταν θέμα χρόνου να ξαναμπλέξω. Άρχισα πάλι το χασίς που το θεωρούσα ακίνδυνη και έπειτα από περίπου έναν χρόνο ξαναβρήκα παρέα χωμένη στην ηρωίνη. Ξαναπήγα στην Πρέβεζα, είπα στη μητέρα μου ότι ξανάμπλεξα κι έτσι αποφασίσαμε να περάσω άλλη μία φορά στερητικά στην Πρέβεζα και στη συνέχεια να πάω σε κάποιο πρόγραμμα. Πήγα τον Ιανουάριο του 2004 στο πρόγραμμα «ΔΙΑΒΑΣΗ». Έμεινα 14 μήνες κι έκανα υποτροπή. Η μητέρα μου στο μεταξύ είχε μετακομίσει στην Αθήνα για να παρακολουθεί τις ομάδες γονέων. Άλλη μία φορά που είχε κάνει κάτι τόσο μεγάλο για μένα. Πάλι με αφορμή τη χρήση».

Έξι μήνες άστεγη. «Μετά την υποτροπή μου ένιωσα ότι όλα χάθηκαν. Αφού απέτυχα και στο πρόγραμμα δεν υπήρχε γιατρειά για μένα. Από τον Αύγουστο του 2005 μέχρι τον Ιανουάριο του 2006 έμεινα στον δρόμο. Σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, σε πλατείες, σε παγκάκια, στην Ομόνοια, στη Βάθης. Έβγαζα τη δόση μου κάνοντας πεζοδρόμιο.

«Μου έκλεισαν ραντεβού με μία θεραπεύτρια, τη Μαρία. Ήμουν στα μαύρα μου τα χάλια. Εκείνη όμως άρχισε να μου μιλάει σαν να ήμουν μια χαρά. Δεν με αντιμετώπισε σαν “προβληματικό”. Άρχισε να ξυπνάει μέσα μου την Τόνια που κάποτε είχε ζήσει και δεν έκανε χρήση αλλά έπαιζε στα σοκάκια και έκανε ποδήλατο. Έμενε όμως να κόψω. Αυτήν τη φορά είχα κίνητρο. Δεν ένιωθα τελειωμένη»

Πήρα ένα τηλέφωνο τη μητέρα μου από την Ομόνοια να της πω ότι θέλω να ξαναπροσπαθήσω. Με βοήθησε και πάλι. Είχε γίνει όμως πολύ δύσκολο. Δεν είχα κίνητρο να ζήσω. Από τον Ιανουάριο του 2006 μέχρι τον Μάρτιο του 2007 η μία αποτυχημένη προσπάθεια διαδεχόταν την άλλη. Ραντεβού με ψυχολόγους και ψυχιάτρους, δήθεν τάχα ειδικούς. Συναντήσεις με τους “Ανώνυμους”, προσπάθεια να μπω στην “Παρέμβαση”, δύο μέρες καθαρή, έναν μήνα χρήση, δύο μέρες καθαρή, έναν μήνα χρήση. Στερητικά, όλο και χειρότερα. Η ελπίδα για αλλαγή φάνταζε όλο και πιο απίθανη μέσα μου. Από την οικογένειά μου έκλεβα χρήματα για να πίνω…».

Στο «18 Άνω». «Μέχρι που πήγα στο πρόγραμμα “18 ΑΝΩ”. Μου έκλεισαν ραντεβού με μία θεραπεύτρια, τη Μαρία. Ήμουν στα μαύρα μου τα χάλια. Εκείνη όμως άρχισε να μου μιλάει σαν να ήμουν μια χαρά. Δεν με αντιμετώπισε σαν “προβληματικό”. Άρχισε να ξυπνάει μέσα μου την Τόνια που κάποτε είχε ζήσει και δεν έκανε χρήση αλλά έπαιζε στα σοκάκια και έκανε ποδήλατο. Έμενε όμως να κόψω. Αυτήν τη φορά είχα κίνητρο. Δεν ένιωθα τελειωμένη. Στις 26 Απριλίου του 2007 έγινε η εισαγωγή μου στο κλειστό πρόγραμμα όπου κι έμεινα έναν χρόνο. Τώρα είμαι στον ένατο μήνα της επανένταξης. Αυτό που κάνει το “18 ΑΝΩ” τόσο ξεχωριστό για μένα είναι οτι χτυπάει την ουσία της εξάρτησης. Με πάρα πολλή αγάπη από την ίδια την κ. Κατερίνα Μάτσα, τους ψυχοθεραπευτές μας, τους άλλους θεραπευτές μέχρι και τους νοσηλευτές που τα μεγάλα βράδια αϋπνίας στο “κλειστό” μας άκουγαν και μας έκαναν αγκαλιές, κατάφερα επιτέλους να βρω τον εαυτό μου. Τώρα μπορώ να αντιμετωπίζω τη ζωή μου κατάμουτρα, να παίρνω προσωπική ευθύνη και να μην τα ρίχνω όλα στους άλλους, να μην κριτικάρω τα συναισθήματά μου, αλλά να τα εκφράζω με αμεσότητα και ειλικρίνεια. Και βασικά να βρω ποια είμαι και να με αγαπήσω…».