Oι πρόσφατες κινητοποιήσεις της νεολαίας, που απ΄ ό,τι φαίνεται έχουν αιφνιδιάσει την ελληνική κοινωνία και τους αντιπροσωπευτικούς της θεσμούς, έχουν κυρίως σχέση με την υποβάθμιση των υποδομών, το επίπεδο εκπαίδευσης, την ανεργία των νέων, την εκτεταμένη ευελιξία και ανασφάλεια στην αγορά εργασίας και την εμπέδωση από την πλευρά της νέας γενιάς ότι διαμορφώνονται οι συνθήκες μιας γενιάς που απαιτείται να «θυσιαστεί» και να αποδεχτεί την καρατόμηση του μέλλοντός της, προκειμένου να μη διαταραχθεί εντελώς η ισορροπία κάποιων εργασιακών, ασφαλιστικών, εισοδηματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των προηγούμενων γενεών.

Με τις διαμαρτυρίες της, η νεολαία αμφισβητεί αυτή τη δυσμενή προοπτική που τής επιφυλάσσεται και θέτει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στις συντελούμενες πολιτικές επιλογές την αναγκαιότητα ανατροπής και αλλαγής του πιο άδικου τρόπου αναδιανομής του εισοδήματος διαμέσου των γενεών και γενικότερα των παραγόμενων πόρων της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, θέτει ενώπιον των προηγούμενων γενεών την αναγκαιότητα ευαισθητοποίησής τους καθώς και την ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης τους διαχρονικά, με την έννοια της αφύπνισης και της αντίδρασής τους κατά αυτού του «κανιβαλισμού των γενεών» που συντελείται στην ελληνική οικονομία και κοινωνία καθ΄ όλη την μεταπολεμική περίοδο.

Πράγματι, από την άποψη αυτή δικαιώνεται η αντίληψη που υποστηρίζει ότι αυτό που επιτεύχθηκε με τη γενιά η οποία μετά το 1965 εισήλθε ομαλά από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας με κάποια εργασιακά, ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα οφείλεται στο γεγονός ότι μια προηγούμενη γενιά είχε «θυσιαστεί» από τις αναπτυξιακές επιλογές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, όταν η μετανάστευση 1,5 εκατ. Ελλήνων (1955-1965) στο εξωτερικό θεωρήθηκε συστατικό στοιχείο του εφαρμοζόμενου μείγματος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Τα τελευταία χρόνια και με διαφορετικούς όρους διαμορφώνονται συνθήκες «θυσίας»

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

διαμορφώνονται συνθήκες «θυσίας» της σημερινής νεολαίας, αφού έπειτα από είκοσι χρόνια εντατικής προσπάθειας στην εκπαίδευση, ο πρώτος εργασιακός σταθμός της είναι η ανεργία και μάλιστα η μακροχρόνια

μιας άλλης γενιάς, αυτής της σημερινής νεολαίας, αφού έπειτα από είκοσι χρόνια εντατικής προσπάθειας στην εκπαίδευση ο πρώτος εργασιακός σταθμός της είναι η ανεργία και μάλιστα η μακροχρόνια. Ο δεύτερος εργασιακός σταθμός της σημερινής νεολαίας είναι η ευελιξία, η απασχολησιμότητα, η προσωρινή, η εποχική και η μερική απασχόληση με περιορισμένα ασφαλιστικά, εργασιακά δικαιώματα και εισόδημα 400-600 ευρώ τον μήνα, καθώς και η κακοπληρωμένη ετεροαπασχόληση.

Ιδιαίτερα μάλιστα στις σημερινές συνθήκες της διεθνούς οικονομικής κρίσης και ύφεσης, η δυσμενής κατάσταση της νεολαίας, που παρατηρείται τόσο εντός του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και κατά τη μετάβασή της στην αγορά εργασίας, θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο με την επερχόμενη οικονομική κρίση στην ελληνική οικονομία. Έτσι, οι πιέσεις που θα ασκηθούν στην αγορά εργασίας θα είναι σοβαρές και θα εκδηλωθούν, εκτός των άλλων, με τις απολύσεις (3.000 τον Νοέμβριο 2008), την επιβράδυνση των προσλήψεων και την έξαρση της ανεργίας.

Παράλληλα, η διχοτόμηση των ασφαλιστικών γενεών με τις ασφαλιστικές παρεμβάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δημιουργεί προϋποθέσεις σημαντικής επιβάρυνσης και περικοπής των ασφαλιστικών δικαιωμάτων στις νέες γενιές, προκειμένου να διατηρηθούν ως ένα βαθμό κάποια ασφαλιστικά δικαιώματα των προηγούμενων γενεών. Έτσι, η νέα γενιά αντιλαμβάνεται από κάθε πλευρά της εργασιακής, οικονομικής, κοινωνικής, εισοδηματικής και πολιτιστικής της προοπτικής την επερχόμενη μακροχρόνια επιδείνωση του βιοτικού της επιπέδου και αντιδρά ακριβώς σ΄ αυτήν την προοπτική και σ΄ αυτό το μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όπου στη νεώτερη Ελλάδα απαιτούνται να «θυσιαστούν» δύο γενιές προκειμένου να εξασφαλιστούν κάποια εργασιακά, ασφαλιστικά, εισοδηματικά και κοινωνικά δικαιώματα για μιαν άλλη γενιά.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ.