Η ΠΟΛΗ ΚΑΙΓΕΤΑΙ. Η φωτιά, που παλιότερα σιγόκαιγε μόνο στα Εξάρχεια, τώρα εξαπλώνεται στο Κολωνάκι και στην περιφέρεια.

«Γιατί τόση βία;» και «πότε θα σταματήσει αυτό;», αναρωτιούνται περιδεείς νοικοκυραίοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι. Ας μην ανησυχούν, σύντομα θα σταματήσει. Αλλά θα εμφανιστεί με μια νέα αφορμή κι αυτήν τη φορά η φωτιά θα είναι πιο καταστροφική, περισσότερο βίαιη και εκτεταμένη. «Πού βρέθηκαν τόσοι πολλοί κουκουλοφόροι;» αναρωτιούνται οι ανυποψίαστοι πολίτες. Ναι, πράγματι, υπάρχουν οι «επαγγελματίες της φωτιάς».

Αυτοί που ονειρεύονται μια πυρκαγιά που θα κάψει τη μουχλιασμένη πόλη, την πόλη των αυτοκινήτων και μέσα από τις στάχτες της αμαρτωλής πολιτείας θα ανθήσει μια καινούργια, λαμπρή κι ανθρώπινη ζωή. Αλλά αυτοί μόνοι τους δεν κάνουν τίποτα εκτός από γραφικά επεισόδια που τα διαφημίζουν στους τοίχους, με αυτοσχέδιες αφίσες. Αυτοί είναι μόνο μια τσακμακόπετρα που πότε πότε πετά μερικές σπίθες.

Η πραγματική εύφλεκτη ύλη είναι οι νέοι με τις επιθυμίες που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν, με τις προσδοκίες που δεν θα εκπληρωθούν. Το μέλλον που δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Σ΄ αυτό το έδαφος γεννιούνται η απελπισία, η οργή, το μίσος. Εσύ παλεύεις για μια δουλειά των 700 ευρώ τον μήνα και συχνά δεν έχεις ούτε αυτήν. Κι αυτοί ξεκινούν τη ζωή τους βαδίζοντας σε κόκκινο χαλί. Εσένα σε παραμυθιάζουν για να κερδίσουν την ψήφο σου και να αρπάξουν την εξουσία. Και μόλις το καταφέρουν, επιδίδονται στη λεηλασία του δημόσιου, κοινωνικού πλούτου. Κι από πάνω σου λένε κατάμουτρα ψέματα ότι το κάνουν για το καλό σου. Οι επιχειρηματίες κλέβουν τους φόρους, οι γιατροί ζητούν φακελάκι, οι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο συναλλάσσονται με τις συμμορίες των πολιτικών νεολαιών, οι δημόσιοι λειτουργοί σε καταπιέζουν και σου συμπεριφέρονται σαν ταπεινό υπήκοο και οι παπάδες σού ζητάνε να μετανιώσεις για τις αμαρτίες σου. Κι από πάνω σε πυροβολούν και σε σκοτώνουν. Γιατί λοιπόν να μην καεί αυτή η πόλη, αυτή η Πολιτεία; Να καεί. Κι ας καούμε κι εμείς μαζί της. Οι εμπρηστές.

Το θυμάμαι σαν τώρα αυτό το συναίσθημα. Και δεν θέλω να το ξεχάσω, για το χατίρι του Προκόπη, του Θόδωρου και του θείου Στάλιν.