Η ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΚΟΥΡΙΑΣ» ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ ΝΑ
ΑΝΑΡΩΤΗΘΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
ΕΝΟΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ (ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ 1979) ΣΕ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
Γράφοντας για την «αναθεωρημένη έκδοση» της Αρχαίας σκουριάς (1979), πρώτου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα, κινδυνεύει κανείς να επαναλάβει κοινούς τόπους της κριτικής μέσα σε ένα περιβάλλον διογκούμενα ανακυκλωμένου λόγου, με επίκεντρο ένα από τα γνωστότερα, ένα εμβληματικό σχεδόν, πεζογραφικό έργο της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.

Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε τοιχογραφία της γενιάς του Πολυτεχνείου, καθώς αυτή η γενιά απεικονίζεται από τη σκοπιά της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας και κεντρικής ηρωίδας, της Μυρσίνης Παναγιώτου, μιας νεαρής γυναίκας αστικής καταγωγής η οποία στα φοιτητικά της χρόνια εντάσσεται στον χώρο της Αριστεράς. Μέσα από την αναδρομική εξιστόρηση των οικογενειακών, φιλικών και ερωτικών σχέσεών της και της άμεσης ιδεολογικής εμπλοκής στην πολιτικοκοινωνικά ταραγμένη εποχή της (συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα, φυλάκιση και βασανιστήρια, ξανά σύλληψη μετά τη σφαγή στο Πολυτεχνείο), η αφηγήτρια-ηρωίδα όχι μόνο ανασυστήνει την περίοδο της δικτατορίας, αλλά και συμπαρασύρει στην αφήγηση πλήθος ιστορίες προσώπων και καταστάσεων, ανατέμνοντας έτσι το ιστορικό παρελθόν του μεσοπολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και του Ανένδοτου.

Το σημαντικότερο, όμως, χάρισμα του βιβλίου είναι ότι ο σύνθετος ψυχισμός της αφηγήτριας-ηρωίδας, η ενδοσκόπηση, οι ενοχές, οι αντιφάσεις, οι ματαιώσεις και οι διαψεύσεις της, έτσι όπως συγκροτούν έναν πειστικότατο γυναικείο χαρακτήρα, χάρη στο έντεχνα τραχύ και σκόπιμα κυμαινόμενο, με πολλές αλλαγές τόνου, ύφος της Δούκα, οδηγούν στην αυτοαναίρεσή της. Έτσι υπονομεύεται και το βασικό έρεισμα της αριστερής μυθολογίας της γενιάς του Πολυτεχνείου, η πίστη- που αποδείχθηκε ευπιστία – ότι η μεταπολίτευση θα άλλαζε την Ελλάδα προς το καλύτερο.

Υπονόμευση

Χάρη στην απόσταση του χρόνου, η κριτική μπορεί πλέον να αναζητήσει τα κοινά νήματα που συνδέουν την Αρχαία σκουριά με τα νεώτερα μυθιστορήματα της Δούκα, Εις τον πάτο της εικόνας (1990) και Ουράνια μηχανική (1999), ως τρεις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του ελληνικού κοινωνικού χώρου κατά την τελευταία τριακονταετία του 20ού αιώνα. Γιατί, όμως, θα αντέτειναν οι σημερινοί εικοσάρηδες και τριαντάρηδες να ενδιαφερθούμε για ένα βιβλίο ηλικίας τριών δεκαετιών, γραμμένο από μια συγγραφέα πολιτικοκοινωνικής στόφας; Πρώτον, επειδή η Δούκα υπονομεύει τη μυθολογία της γενιάς της, αλλά ούτε προδίδει στο βάθος της τη νεανική αθωότητα αυτής της μυθολογίας, χάρη στην αφοπλιστική βιωματική πιστότητα, ούτε εκδηλώνει τον διάχυτο κυνισμό των νεώτερών της, των πεζογράφων της δεκαετίας του 1980, απέναντι σε όσα συνέβησαν μετά το τέλος του μύθου. Δεύτερον και κυριότερο. Η Αρχαία σκουριά προδιαγράφει εκείνο το τρίπτυχο αλληλένδετων χαρακτηριστικών, όπως αυτά επισημάνθηκαν από τη λογοτεχνική κριτική, τα οποία εδραιώθηκαν στο κατοπινό αφηγηματικό έργο της Δούκα: τον κριτικό ρεαλισμό απέναντι στην αφηγούμενη πραγματικότητα, την ηθική μέριμνα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα μετατρέπεται σε μυθοπλασία και την αυστηρή έγνοια για αυτούς καθαυτούς τους τρόπους και τις μεταμορφώσεις της λογοτεχνικής γραφής. Έτσι επιτυγχάνεται στην Αρχαία σκουριά, όπως γενικότερα στο έργο της Δούκα, η οργανική σύμμειξη του λυρικού και του δραματικού στοιχείου, της υποκειμενικότητας με την αντικειμενικότητα, του πολιτικού στοχασμού, επικεντρωμένου στο σύγχρονο κοινωνικοϊδεολογικό παρόν, με τα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης υπόστασης έξω και πέρα από τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο της μυθοπλασίας.

Στο επίμετρο της νέας έκδοσης, «Κριτικές από την πρώτη έκδοση του βιβλίου» (σ. 331-347), περιλαμβάνονται 4 κριτικά σημειώματα γραμμένα το 1980, των Καίης Τσιτσέλη, Βαγγέλη Κάσσου, Κώστα Σταματίου και Αγγελικής Worning. Παραθέτω μια φράση της Τσιτσέλη ( «Η Καθημερινή », 6 Μαρτίου 1980): «Άκουσα πολλούς να λένε ότι αναγνωρίζουν στην Αρχαία σκουριά μια ολόκληρη εποχή. Ναι, υπάρχει κι αυτό. Όμως πρώτα απ΄ όλα εγώ αναγνωρίζω αυτό το γυμνό, αδούλωτο πρόσωπο που προσπαθεί, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, να αρθρώσει το απαγορευμένο ρήμα “είμαι”» (σ. 334). Με άλλα λόγια, στον νέο αυτόν ορίζοντα, αυτόν που διαμόρφωσε η λογοτεχνία της μεταπολίτευσης, η Δούκα πρωτοστατεί, μαζί και με πολλές άλλες αξιολογότατες γυναίκες ποιήτριες και πεζογράφους της γενιάς της (αυτής που σχηματικά ονομάσαμε «γενιά του 1970»), κατ΄ αρχάς στην αναζήτηση της ταυτότητας του γυναικείου προσώπου μέσα σε έναν μετασχηματιζόμενο αλλά ακόμη κυριαρχούμενο από τους άνδρες κόσμο και, στη συνέχεια, στην οριστική ρήξη των τειχών που χώριζαν τη λογοτεχνία σε γυναικεία και ανδρική. Θα είχε, επίσης, ενδιαφέρον εάν στο επίμετρο του βιβλίου περιλαμβάνονταν ενδεικτικώς και κάποια κριτικά κείμενα από εκείνα που το αντιμετώπισαν ως πολιτικά «βλάσφημο», με τα κριτήρια της αριστερής ορθοδοξίας του 1979. Αλλά τέτοιου είδους αδυναμίες έχουν και τα καλά τους, όπως ότι επαληθεύουν την παρηγορητική αλήθεια πως με το πέρασμα του χρόνου τα άξια λογοτεχνικά έργα κατορθώνουν μόνα να πάρουν την εκδίκησή τους από τους κοντόφθαλμους και τους πολιτικάντηδες.

Χτένισμα

Η «αναθεωρημένη» μορφή, σύμφωνα με την εξαγγελία του εξωφύλλου, αποδεικνύεται μάλλον ανακριβής προσδιορισμός της νέας έκδοσης, επειδή οι διαφορές από το αρχικό κείμενο του 1979 περιορίζονται στη γλωσσική εξομάλυνσή του με την αντικατάσταση παλαιότερων μορφών κάποιων λέξεων, μορφών, οι οποίες πιθανόν να ξένιζαν τον σημερινό νέο αναγνώστη (αντικαθίστανται, π.χ., λέξεις όπως «απόχτησα» με «απέκτησα», «πεισμάτωνε» με «πείσμωνε», «γονυκλινούμε» με «γονυπετούμε» και «άκουα» με «άκουγα») και στη σποραδική αλλαγή, προσθήκη ή αφαίρεση κάποιων ονομάτων προσώπων, λέξεων, φράσεων ή μερικών αράδων. Συνεπώς, στη βασική του δομή και στα επιμέρους διαρθρωτικά στοιχεία του το μυθιστόρημα δεν αναθεωρείται, απλώς γλωσσικά και εκφραστικά «χτενίστηκε» από τη συγγραφέα του, κι αυτό έγινε με τη δέουσα οικονομία.

Μάρω Δούκα

Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ

ΕΚΔ.

(ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ): ΠΑΤΑΚΗΣ 2008, ΣΕΛ.

347, ΤΙΜΗ: 19 ΕΥΡΩ