Τα πανεπιστήμια για άλλη μια φορά είναι καζάνι που βράζει. Αν οι προ διετίας καταλήψεις οφείλονταν στην επιχειρούμενη τότε, μέσω της τροποποίησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, θεσμοθέτηση της λειτουργίας μη κρατικών- μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, σήμερα η αντίδραση έχει ως αιχμή τη νομιμοποίηση, μέσω της θερινής αναγνώρισης των ΚΕΣ, της λειτουργίας κανονικών ιδιωτικών και απολύτως κερδοσκοπικών πανεπιστημίων!

Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο της κυβέρνησης με τον τίτλο «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» εκτελέστηκε σε τέσσερις πράξεις. Η πρώτη αποσκοπούσε στην οικονομική και θεσμική απαξίωση των δημόσιων ιδρυμάτων. Ο στόχος επιτεύχθηκε με δύο τρόπους: στο οικονομικό επίπεδο, με τη σημαντική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης από το 3,6% του ΑΕΠ το 2004, στο ποσοστό-ρεκόρ του 3,08% σήμερα. Και δεύτερο και ίσως σημαντικότερο στο θεσμικό επίπεδο, με την ψήφιση ενός κατ΄ επίφασιν νόμου-πλαισίου. Ο οποίος τη μόνη αποστολή που ήρθε να επιτελέσει ήταν η ενίσχυση της κρατικής κηδεμόνευσης και η αποδυνάμωση αντίστοιχα της αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων. Ο τετραετής προγραμματισμός των ιδρυμάτων, που προπαγανδίστηκε από την επικοινωνιακή μηχανή της κυβέρνησης ως δήθεν βήμα προς την αυτοδιοίκηση, υποχρέωσε τα πανεπιστήμια στη διεθνή πρωτοτυπία να προχωρούν σε «ραντεβού στα τυφλά», δεσμευόμενα με συμβόλαια, χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξουν ούτε τις εισροές, ούτε και τις εκροές τους.

Η δεύτερη πράξη του σχεδίου αφορούσε στη θεσμοθέτηση της βαθμολογικής βάσης, ως μέσου ενίσχυσης της «πελατείας» των ιδιωτικών σχολών. Το μέτρο, έχοντας κι αυτό εξασφαλισμένη την προβολή του από το κυβερνητικό επικοινωνιακό επιτελείο ως δήθεν αξιοκρατικό, αλλοίωσε σε μια νύχτα τον χαρακτήρα των εισαγωγικών εξετάσεων. Κι από μέσον κατάταξης στις σχολές επιλογής, σύμφωνα με τον προκαθορισμένο αριθμό των θέσεων, τις μετέτρεψε σε διαπιστωτικές της γνωστικής επάρκειας των υποψηφίων. Το αποτέλεσμα του μέτρου ήταν ο αναίτιος αποκλεισμός σαράντα χιλιάδων νέων μέχρι σήμερα από τις χαμηλόβαθμες δημόσιες σχολές της περιφέρειας, με ταυτόχρονη υποχρεωτική μεταφορά τους, δίκην πελατών, στα ιδιωτικά ΚΕΣ. Στα οποία εισάγονται βεβαίως χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις και χωρίς κανένα βαθμολογικό όριο…

Ητρίτη πράξη ολοκληρώθηκε το φετινό καλοκαίρι, με την ψήφιση του νόμου με τον οποίον θεσμοθετούνται μια σειρά από απλές, διοικητικού τύπου προϋποθέσεις, προκειμένου τα ιδιωτικά ΚΕΣ να εξασφαλίζουν άδεια λειτουργίας. Η τελευταία και τελειωτική κίνηση ήρθε πρόσφατα και παρουσιάστηκε ως εξ Εσπερίας…

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

που καίγεται, τους μόνους που τελικά εξυπηρετεί είναι τους εχθρούς του

κεραυνός εν αιθρία. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση λοιπόν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα αναγνωρίζονται στο εξής υποχρεωτικά τα επαγγελματικά δικαιώματα των διπλωμάτων που απονέμουν τα ΚΕΣ που είναι συνδεδεμένα με αναγνωρισμένα, ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ανεξάρτητα από το ακαδημαϊκό επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών.

Με απλά λόγια, κάθε επιχειρηματίας που συνάπτει οικονομικές συμφωνίες δικαιόχρησης (franchising) με πανεπιστήμια ευρωπαϊκών χωρών, θα δικαιούται να ιδρύει εκπαιδευτικές επιχειρήσεις που θα απονέμουν πτυχία, που στο εξής θα παρέχουν τα ίδια ακριβώς επαγγελματικά δικαιώματα με εκείνα των μητρικών πανεπιστημίων. Σύμφωνα μάλιστα με τη νέα νομοθεσία, αυτό στη χώρα μας θα ισχύει χωρίς κανέναν έλεγχο επάρκειας και χωρίς κανενός είδους ακαδημαϊκή πιστοποίηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων των ιδιωτικών σχολών.

Γιατί λοιπόν οι υποψήφιοι να επιλέγουν να υφίστανται τη δοκιμασία των εισαγωγικών εξετάσεων και τη βάσανο των απαιτητικών σπουδών στα δημόσια πανεπιστήμια, όταν θα μπορούν να εγγράφονται σε αναγνωρισμένες πλέον ιδιωτικές επιχειρήσεις και να «αγοράζουν» στην ουσία όποιο πτυχίο επιθυμούν; Και ποιος θα προστατέψει το δημόσιο συμφέρον από τους χιλιάδες γιατρούς, μηχανικούς και πληροφορικάριους που θα κατακλύσουν σύντομα την αγορά εργασίας, κατέχοντας ψευδεπίγραφα πτυχία; Τα οποία ενώ δεν θα έχουν ακαδημαϊκό αντίκρυσμα, εντούτοις θα παρέχουν πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα στους κατόχους τους; Η εμπορευματοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης επιτεύχθηκε βάσει οργανωμένου σχεδίου με τον κωδικό «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Σύμφωνα με αυτό, πρώτα υποβαθμίστηκαν τα δημόσια πανεπιστήμια και στη συνέχεια παραχωρήθηκαν προνόμια, άνευ ακαδημαϊκού αντικρύσματος, σε εκπαιδευτικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σκάνδαλο υποβάθμισης δημόσιων αγαθών και ταυτόχρονα προνομιακής μεταχείρισης ιδιωτικών συμφερόντων, που γνώρισε ποτέ η χώρα.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην εμπορευματοποίηση της Παιδείας είναι σήμερα απόλυτα δικαιολογημένη. Εκείνο όμως που πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί αυτήν τη φορά, είναι οι ακραίες αντιδράσεις. Καθώς οι καταλήψεις των δημόσιων σχολών, για να μη ξεχνιόμαστε, κοστίζουν χιλιάδες χαμένες ώρες εκπαίδευσης και έρευνας. Και μαζί μ΄ αυτές δίνουν τη χαριστική βολή στην αξιοπιστία των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Γιατί το πανεπιστήμιο που καίγεται, τους μόνους που τελικά εξυπηρετεί είναι τους εχθρούς του.

Ο Γ. Μυλόπουλος είναι καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ