Πολυτελή αυτοκίνητα που τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μεταφέροντας ναρκωτικά από την Ισπανία στη Γαλλία. Αστυνομικοί που προσπαθούν να βρουν τρόπους να τα σταματήσουν διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Δεν είναι μόνο μια φρενήρης περιπέτεια του κινηματογράφου, αλλά και μια πραγματική ιστορία με σκληρούς πρωταγωνιστές.


Ένα θανατηφόρο παιχνίδι γάτας και ποντικιού παίζεται το τελευταίο διάστημα στους γαλλικούς αυτοκινητόδρομους. Από τη μια πλευρά «βαποράκια» που μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης με κλεμμένες λιμουζίνες διασχίζοντας τη Γαλλία με 200 χιλιόμετρα την ώρα. Από την άλλη η Δίωξη Ναρκωτικών που με μπλόκα, αιφνιδιασμό στα διόδια ή ακόμη και δορυφορική παρακολούθηση επιχειρεί να σταματήσει τη διακίνηση. Τους οδηγούς ή go-fasters, όπως λέγονται, στρατολογούν οι έμποροι ναρκωτικών από τα υποβαθμισμένα προάστια των γαλλικών πόλεων. Η αμοιβή τους είναι 50.000 ευρώ για να μεταφέρουν το φορτίο από την Ισπανία στο Παρίσι, τη Μασσαλία, τη Λυών ή τη Λιλ. Τον περασμένο χρόνο η γαλλική Αστυνομία κατάφερε να σταματήσει 22 φορτία. Οι Αρχές, ωστόσο, φοβούνται ότι ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει ένα μικρό τμήμα της συνολικής διακίνησης. Γάτα και ποντίκι. Αυτό το παιχνίδι γάτας και ποντικιού μεταφέρθηκε ήδη στον κινηματογράφο. Η γαλλική παραγωγή «Go Fast» πρόκειται να προβληθεί στις αίθουσες της Γαλλίας και του Βελγίου την 1η Οκτωβρίου. Πριν από μια βδομάδα κυκλοφόρησε και ένα βιβλίο. Συγγραφέας τού «Αu Coeur du Τrafic» («Στην καρδιά της διακίνησης») είναι ο Μπρούνο Ντι Μάιο, ένας 32χρονος πρώην gofaster που δεν συνελήφθη ποτέ από τη γαλλική ή την ισπανική αστυνομία. Ο όρος go-fast υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από τις αμερικανικές αρχές για τους εμπόρους που διακινούσαν ναρκωτικά στην Καραϊβική με γρήγορα κότερα. Ανάλογες μεθόδους χρησιμοποίησαν οι έμποροι στη Μεσόγειο τη δεκαετία του 1990 για να μεταφέρουν ναρκωτικά από τη Βόρεια Αφρική στην Ισπανία. Η ιδέα εφαρμόστηκε και στους δρόμους πριν από μια επταετία και έγινε ο κύριος τρόπος διακίνησης ναρκωτικών προς τις γαλλικές πόλεις τα τελευταία δύο χρόνια. Η αστυνομία. Τρέχοντας με 200 χλμ την ώρα, οι έμποροι κάνουν δύσκολη και επικίνδυνη τη σύλληψή τους από την αστυνομία. Τα αυτοκίνητα που προτιμούν για αυτή τη δουλειά, τα οποία κλέβουν συνήθως από τη Γερμανία, είναι λιμουζίνες της Μερσεντές και της Σιτροέν ή κορυφαία στην κατηγορία τους τζιπ. Πολλές φορές προσαρμόζουν ένα δεύτερο ρεζερβουάρ για να μειώσουν τις στάσεις στα πρατήρια βενζίνης.

LΙΝΚ:

http://www.gofast-lefilm.com/

Γκάνγκστερ που θέλουν γρήγορο κέρδος


«Δεν πρέπει να βλέπουμε ρομαντικά αυτούς τους τύπους», δηλώνει ο Μαρκ Ντε Ταλέ, συνταγματάρχης της γαλλικής Χωροφυλακής.

«Είναι γκάνγκστερ που ενδιαφέρονται για το γρήγορο κέρδος. Δουλεύουν μερικά χρόνια και έπειτα αποσύρονται». Ο Ντι Μάιο, συγγραφέας του βιβλίου «Στην καρδιά της διακίνησης» λέει ότι ο φόβος δεν εγκαταλείπει ποτέ τον go-faster. Φτάνεις στο σημείο να τον χρειάζεσαι, όπως ένα ναρκωτικό». Αναφέρει ακόμη ότι οι οδηγοί πληρώνονται στην αρχή με 1.500 ευρώ και με τον καιρό μπορεί να φτάσουν και τα 50.000 ευρώ για ένα φορτίο κοκαΐνης από την Ισπανία στη Γαλλία. Γι΄ αυτόν είναι αστείο το γεγονός ότι στην ταινία χρησιμοποιούν αυτοκίνητα μάρκας Πόρσε. «Κανένας go-faster δεν θα έπαιρνε ένα αυτοκίνητο με τόσο μικρό ρεζερβουάρ και τόσο μικρό αποθηκευτικό χώρο». Κι αν τον σταματήσει η αστυνομία; «Πρέπει να ελέγξεις τον φόβο σου, να μην τραβήξεις όπλο αμέσως. Πάνω απ΄ όλα, δεν πρέπει να χρησιμοποιείς το προϊόν που κουβαλάς».

Ψάχνουν για παγίδες της αστυνομίας


Η μεταφορά των ναρκωτικών γίνεται συνήθως από ένα κομβόι τεσσάρων αυτοκινήτων. Το πρώτο παίζει τον ρόλο «αναγνωριστικού» ψάχνοντας για πιθανές παγίδες της αστυνομίας. Με διαφορά πέντε λεπτών ακολουθούν δυο λιμουζίνες φορτωμένες ναρκωτικά. Το τέταρτο αυτοκίνητο είναι έτοιμο για επέμβαση σε περίπτωση που παρουσιαστεί πρόβλημα. Η γαλλική αστυνομία επιχειρεί κατά καιρούς να συλλάβει τους go-fasters κλείνοντας τον δρόμο με ψεύτικα έργα ή ψεύτικο φρακάρισμα στους δρόμους. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι δύσκολο να γίνει τη νύχτα που κυκλοφορούν συνήθως οι gofasters. Την κινηματογραφική μεταφορά αυτού του θανατηφόρου παιχνιδιού ανέλαβε ο Βέλγος σκηνοθέτης Ολιβιέ Βαν Χουφστάντ με πρωταγωνιστή τον Γαλλομαροκινό ηθοποιό Ροσκντί Ζεμ.