Oι μετασχηματισμοί που συντελούνται τα τελευταία τριάντα χρόνια στο παραγωγικό σύστημα και οι εξελίξεις που σημειώνονται στην οργάνωση της εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταμόρφωση της ενοποιημένης μισθωτής εργασίας σε κατατμημένη και εξατομικευμένη μισθωτή εργασία.

Βέβαια, η κατάτμηση και η εξατομίκευση της μισθωτής εργασίας θεσμοποιείται με την αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και με τις ευέλικτες και άτυπες μορφές απασχόλησης, οι οποίες εφαρμόζονται από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κινούνται στον άξονα των ατομικών συμφωνιών και της ευελιξίας-ασφάλειας (flexicurity). Είναι προφανές ότι η ευελιξία αφορά τον εργοδότη και η ασφάλεια αφορά τον εργαζόμενο. Επίσης είναι προφανές ότι η σχέση ευελιξίας και ασφάλειας είναι αντιφατική. Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι πώς θα απορροφηθεί αυτή η αντίφαση;

Για παράδειγμα την αντίφαση αύξηση των κερδών- αύξηση των μισθών την απορροφά η αύξηση της παραγωγικότητας. Την αντίφαση όμως ευελιξία- ασφάλεια δεν υπάρχει μέγεθος της οικονομίας για να την απορροφήσει, γιατί πρόκειται για θεσμική μορφή και όχι για οικονομικό μέγεθος (ΑΕΠ, μισθοί, κέρδη, κ.λπ.) ή για τεχνολογικό μέγεθος της οικονομίας, όπως είναι η παραγωγικότητα.

Κατά συνέπεια, η αποδοχή αυτής της επιλογής από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τους φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, χωρίς την αντικειμενική δυνατότητα απορρόφησή της, θα οδηγήσει στην επικράτηση της πλευράς του ισχυροτέρου, δηλαδή του εργοδότη, δηλαδή της ευελιξίας εις βάρος της ασφάλειας του εργαζομένου και σε εμβάθυνση της ανασφάλειάς του.

Έτσι, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο οι σχεδιασμένες στην Ελλάδα θεσμικές και εργασιακές ανατροπές στις ΔΕΚΟ (κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων, διατίμηση των μισθών, κατάργηση μονιμότητας, αποδυνάμωση της διαιτησίας κ.λπ.) ανταποκρίνονται στις πραγματικές και σύγχρονες αναπτυξιακές ανάγκες των δημοσίων επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα, διερωτάται κανείς κατά πόσο το περιεχόμενο αυτής της παρέμβασης στις ΔΕΚΟ συνιστά μεταρρυθμιστική και εξυγιαντική πολιτική των δημοσίων επιχειρήσεων ή συνιστά «αντιδημοκρατική πρακτική ολοκληρωτικής σύλληψης που στοχεύει, εκτός των άλλων,

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

επιδίωξη των εργασιακών, μισθολογικών, θεσμικών και συνδικαλιστικών ανατροπών επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα άμεσης ανατροπής αυτών των ανατροπών

και στη μετεξέλιξη των συνδικάτων σε περιηγητικούς συλλόγους»;

Πράγματι, τα συνδικάτα και η ανάπτυξή τους συνυπήρχαν με την οργάνωση της ενοποιημένης και συλλογικά εκπροσωπούμενης μισθωτής εργασίας στο φορντικό σύστημα παραγωγής. Σήμερα, όμως, που η οργάνωση της μισθωτής εργασίας κατατμείται, απειλείται ή όχι η ύπαρξη και το μέλλον των συνδικάτων; Κατά τη γνώμη μας, εφόσον η μορφολογική εξέλιξη της μισθωτής εργασίας δεν απειλεί την ουσία και την ύπαρξη της μισθωτής απασχόλησης, ως εκ τούτου δεν απειλείται η ύπαρξη και η αναγκαιότητα των συνδικάτων από την επιδίωξη μετεξέλιξής τους από κοινωνικές και κινηματικές οργανώσεις σε «περιηγητικούς συλλόγους» ή σε φορείς παροχής υπηρεσιών στους εργαζομένους.

Κι αυτό, γιατί μπροστά σ΄ αυτή την επιδίωξη μετεξέλιξης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και συγκεκριμένα των ΔΕΚΟ που, εκτός των άλλων, εκφράζει και την αποτυχία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με τη δημιουργία στην Ελλάδα συνθηκών εισοδηματικού και κοινωνικού απαρτχάιντ, τα συνδικάτα για την αποτροπή αυτής της εξέλιξης απαιτείται άμεσα και αποφασιστικά: α) να εμποδίσουν σε εργασιακό επίπεδο την εφαρμογή αυτής της επιλογής, η οποία συμβάλλει στη διάσπαση της ενοποιημένης παραγωγικής λειτουργίας της μισθωτής εργασίας και αποδυναμώνει τη συλλογικά και θεσμικά εκπροσωπούμενη συμπεριφορά της για τη διαμόρφωση των μισθών και των εργασιακών σχέσεων, β) να διαμορφώσουν σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο μία συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και σε οργανωτικο-λειτουργικό επίπεδο να ενοποιήσουν συνδικαλιστικά με ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις των ΔΕΚΟ (ολοκληρωμένα συνδικαλιστικά συμπλέγματα), καθώς και σε γεωγραφικό και κλαδικό επίπεδο την κατατμημένη οργάνωση της μισθωτής εργασίας με τη χρήση και της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και γ) να προωθήσουν τη διεθνοποίησή τους και τη διασύνδεσή τους με τις άλλες διεθνείς και ευρωπαϊκές κοινωνικές οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα.

Έτσι, η απάντηση στη στρατηγική επιδίωξη των εργασιακών, μισθολογικών, θεσμικών και συνδικαλιστικών ανατροπών στις ΔΕΚΟ επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα άμεσης ανατροπής αυτών των ανατροπών και ανάπτυξης ισχυρών και ολοκληρωμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων σε κλαδικό και περιφερειακό επίπεδο που θα προσελκύουν και θα εκπροσωπούν συλλογικά και την κατατμημένη- εξατομικευμένη μισθωτή εργασία. Σε διαφορετική περίπτωση το μοντέλο του «περιηγητικού συλλόγου» ή του φορέα παροχής υπηρεσιών στις συγκεκριμένες συνθήκες απορρύθμισης, ευελιξίας και κρατικού, γραφειοκρατικού και αυταρχικού ελέγχου που προωθούν οι κυβερνητικές πολιτικές στη χώρα μας, καραδοκεί να εξελιχθεί σε κυρίαρχο μοντέλο των εργασιακών σχέσεων και της συνδικαλιστικής συγκρότησης και οργάνωσης στις αρχές του 21ου αιώνα.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστ. δ/ντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕΑΔΕΔΥ.