Υπάρχουν λέξεις που όλοι αναφέρουμε. Που καταδικάζουμε, που μας προκαλούν αποτροπιασμό. Και που ταυτόχρονα μια παράξενη οικειότητα μας συνδέει μαζί τους. Ανησυχητικά οικεία λέξη η «διαφθορά». Άλλοτε ήταν κυρίως αυστηρά οριοθετημένη στο ατομικό επίπεδο. Π.χ. «διεφθαρμένος άνδρας» (ή αν θέλετε για κάτι πιο κοντά στο συλλογικό φαντασιακό: «διεφθαρμένη γυναίκα»).

Η διαφθορά δραπετεύει από το ατομικό και εγκαθίσταται μεγαλοπρεπώς στο κοινωνικό πεδίο. Και από εκεί μας κλείνει σταθερά το μάτι. Παύει να είναι υπόθεση του ενός και γίνεται η συνήθης πρακτική των πολλών.

Και εδώ αρχίζει η αντίστροφή μέτρηση. Μια αντιστροφή μέτρηση που έχει να κάνει με τις παρενέργειες αυτής τούτης της χρήσης και υπερ-χρήσης του όρου «διαφθορά». Κατάχρηση δεν υπάρχει. Υπερ-χρήση ναι! Άλλη μια από τις ιδιότητες του όρου. Ποτέ δεν εξαντλείται, ποτέ δεν αγγίζει τον κορεσμό η χρήση του. Υπερ-χρήση λοιπόν που έχει να κάνει με την άνεση, την αμεσότητα, αυτό το «σαν να μην τρέχει τίποτα» που συνοδεύει τον λόγο για τη διαφθορά.

Μιλάμε, την καταδικάζουμε, τη βδελυσσόμαστε και την ίδια στιγμή την εμπεδώνουμε, συναλλασσόμαστε μαζί της σαν να είναι το φυσικό ενδεχόμενο της καθημερινότητάς μας. Το μόνο;- φυσικό ενδεχόμενο; Σαν να ρωτά η σύζυγος τον άνδρα της «σήμερα θα έλθεις σπίτι μόνος ή με την ερωμένη σου;» και να εκπλήσσεται κι η ίδια της με τη φυσικότητά της. Μα πώς είναι δυνατόν; Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Αυτή που δεν ανεχόταν μύγα στο σπαθί της για τη συζυγική απιστία; Αυτή; Με τόση φυσικότητα και αποδοχή να ρωτά για την ερωμένη; Ναι! αυτή! Έτσι απλά; Ναι! Έτσι απλά!

Έτσι απλά, λοιπόν, πώς λέμε «καλημέρα», πώς λέμε «καλό μήνα» και «καλή τύχη να έχουνε τα παιδιά μας» λέμε και «τι γίνεται ρε παιδί μου με τα λαμόγια» και φτιάχνουμε ανέκδοτα για τις μίζες και φαντασιώνουμε χορούς εκατομμυρίων. Κάθε άλλο βέβαια παρά φανταστικοί είναι αυτοί οι χοροί, όμως η φυσικότητα στην επίκλησή τους έχει αρχίσει ήδη να υποσκάπτει τη δραματικότητά τους. Τhe situation is desperate but not serious. (Η κατάσταση είναι απελπιστική αλλά όχι σοβαρή)

Κι εδώ είναι που αγγίζουμε ίσως το κρυμμένο δράμα της διαφθοράς σήμερα. Έχει να κάνει με την αποδραματοποίησή της. Με τη φυσικοποίησή

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

του κακού. Ίσως είναι το χειρότερο που έχουμε να πάθουμε. Το χειρότερο που έχουμε ήδη πάθει

της. «Μόνος σου άνδρα μου θα έλθεις σήμερα στο σπίτι ή με την ερωμένη σου;». Τέτοιοι διαλλακτικοί, συγκαταβατικοί, θεατές – φευ- γίναμε αυτής της ανατριχιαστικής διεργασίας που τόσο εύστοχα συνόψισε η Χάνα Άρεντ ως «κοινοτοπία του κακού».

Το κακό ευτελίστηκε. Ένα πλαστικό, φτηνό, εγκαθίσταται στο σπίτι μας απλώνεται παντού και κλέβει την όποια αλλοτινή αισθητική και θαλπωρή του χώρου. Ευτελή υλικά ήλθαν να διώξουν την ανθεκτικότητα των αλλοτινών υλικών. Χρώματα που ξεβάφουν με την πρώτη σταγόνα της βροχής, οροφές που ανοίγουν στο χάος με το πρώτο Ρίχτερ του Εγκέλαδου. Χάρτινα σπίτια για χάρτινους ανθρώπους.

«Το Βήμα» μάς θυμίζει καθημερινά ξεχασμένα αλλοτινά μουσικά ακούσματα. «Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί, αγάπες βρίσκεις μοναχά στα παραμύθια. Είναι όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια». Είναι οι στίχοι από το τραγουδάκι στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του ΄52. Μισό αιώνα μετά, πόσο αλήθεια άθλια αλλάζει ο κόσμος που άλλαξε! Άθλια και καθημερινά. Η καθημερινοποίηση του κακού. Ίσως είναι το χειρότερο που έχουμε να πάθουμε. Το χειρότερο που έχουμε ήδη πάθει.

Όλα πιθανά, ενδεχόμενα, καλοδεχούμενα. Σίδερα λυγίζει ο Κουταλιανός. Τρέμει σαν τον ψάρι στην κυρά του μπρος. Πιο πρόσφατο προσφιλές λαϊκό άσμα.

Κουταλιανοί ανέξοδοι μπροστά σε μια κυρά που τους ορίζει και τους χλευάζει. Η παντοδύναμη αυτή κυρά είναι ο πανίσχυρος κανόνας του παιχνιδιού. Όλοι παίζουν ένα παιχνίδι. Παίζουν ότι δεν παίζουν ένα παιχνίδι. Αν παραβούν τον κανόνα του παιχνιδιού, θα τιμωρηθούν. Όλοι τρέμουν μήπως και τιμωρηθούν.

Τον προδότη πολλοί τον μίσησαν, τον υποκριτή οι περισσότεροι τον συνήθισαν. Κλείνω με έναν ενδεικτικό κατάλογο «απαγορευμένων» φράσεων. Απαγορευμένων λόγω της αφόρητης και αβάσταχτης ρητορείας τους και λόγω της παροιμιώδους υποκρισίας τους. «Έχετε στοιχεία; στον εισαγγελέα», «Θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο». «Είμαστε αποφασισμένοι να πατάξουμε τη διαφθορά». «Κάθαρση». «Διαφάνεια εδώ και τώρα». Βoήθεια!! Η ανατριχίλα της ανυπέρβλητης υποκρισίας! «Άπλετο φως θα χυθεί». Βοήθεια, σε λίγο θα ικετεύουμε για λίγο σκοτάδι…

Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς αιμορραγεί ακατάσχετα. Όπως περίτρανα όλες οι έρευνες φανερώνουν μαζί με το γενικευμένο κύμα απαισιοδοξίας. Δύο στους τρεις πολίτες της χώρας εκτιμούν, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, ότι η οικονομική και εργασιακή τους κατάσταση θα επιδεινωθεί μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο. Εύλογα και έλλογα όλα αυτά. Πώς έτσι να ζήσεις; Κι όμως η ελπίδα αν υπάρχει, θα έλθει από αυτούς που έχουν χάσει κάθε ελπίδα.

H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.