Πέρασε και φέτος η 21η Μαρτίου, ημέρα της ποίησης, που συνέπεσε με την εαρινή ισημερία, σε ένα περιβάλλον ζοφερό για την πόλη και τον πολιτισμό.

Ήταν ημέρες που τα σκουπίδια είχαν γεμίσει τα πεζοδρόμια, τις πλατείες, τους δρόμους, με την αποκρουστική οσμή τους να διαχέεται και να μολύνει την ατμόσφαιρα, τις πορείες και τις διαμαρτυρίες σε έξαρση, με διάχυτο ένα κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας (στην κυριολεξία) να συσκοτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων που αναγκάζονται να κυκλοφορούν στην αφιλόξενη πόλη.

Κι όμως η άνοιξη μας κλείνει και φέτος το μάτι, μας προσκαλεί όπως κάθε χρόνο να αναγνωρίσουμε τις χαρές της εφήμερης διέλευσής της και την παρηγοριά της ποίησης μέσα στη ροή των ημερών, καθώς ο χρόνος φεύγει και η ζωή κυλάει σαν το ποτάμι του Ηράκλειτου παραπαίοντας ανάμεσα στην κοινοτοπία και την απελπισία μιας άχαρης καθημερινότητας.

Η ποίηση συνδέει άρρηκτα τον χώρο με τον χρόνο, ο David Ζerbib αναφέρεται στην εύστοχη ελληνική λέξη «καιρός» που παραπέμπει στην κατάλληλη στιγμή και αναφέρεται σε έναν χρόνο διαφορετικό από τις ουδέτερες υποδιαιρέσεις του ρολογιού.

Συνδέοντας την ποίηση με την αρχιτεκτονική γράφει: «Ανατρέχουμε αυθόρμητα σε συμβολισμούς χωρικούς, για να προσεγγίσουμε την εμπειρία του χρόνου. Η γλώσσα και ο χρόνος αποτελούν εκφάνσεις του χώρου, ο χώρος όμως δεν διαθέτει την ιδιότητα να αιχμαλωτίζει και να συγκρατεί τον χρόνο».

Κι όμως, ο χρόνος εγγράφεται στους χώρους που προκαλούν τους ευαίσθητους ποιητές να εξερευνήσουν τα ίχνη του, τις επάλληλες στρώσεις του και τη συγκίνηση της κατοίκησής τους.

Έτσι λοιπόν η άνοιξη, πιστή στην κυκλική αλληλουχία των εποχών, τρύπωσε και φέτος στις ρίζες των δέντρων και οδήγησε τους χυμούς στα διπλωμένα φυλλαράκια και στα μπουμπούκια, μοίρασε γενναιόδωρα

ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΑΝΟΙΞΗ,

πιστή στην κυκλική αλληλουχία των εποχών, τρύπωσε και φέτος στις ρίζες των δέντρων και οδήγησε τους χυμούς στα διπλωμένα φυλλαράκια και στα μπουμπούκια

χρώματα και σχήματα στους βλαστούς και στα άνθη, από το πιο μικρό και ταπεινό αγριολούλουδο έως τα αιωνόβια δέντρα των δρυμών και των δασών.

Ο Jules Supervielle γράφει με άμεσο και ειλικρινή τρόπο για την ποιητική δημιουργία. Αξίζει να διαβάσει κανείς το κείμενο και τα ποιήματά του για να αντλήσει σκέψεις, σε όποια περιοχή κι αν κινείται η δημιουργικότητά του (Jules Supervielle, Ποιήματα, μετάφραση Ντενίζ Αδριτσάνου, Εκδόσεις Ρrinta 2007).

Στο κείμενό του με τον τίτλο «Ονειρευόμενος μια ποιητική τέχνη», βρίσκουμε αντιστοιχίες με τη σύνθεση στην αρχιτεκτονική. Γράφει για το συνταίριασμα της ακρίβειας του ποιητικού λόγου και της ιδιαίτερης σαφήνειας μέσα στην ασάφεια του ονείρου. Αναφερόμενος στα Γράμματα Σε Έναν Νέο Ποιητή του Ρίλκε, τονίζει την ανάγκη του συγκερασμού της ειλικρίνειας με την τεχνική και της απλότητας με την τέχνη.

Αναζητά να μεταμορφώσει με την ποίησή του το ανείπωτο σε οικείο, να συνδυάσει την απαιτούμενη δόση τρέλας με τη φρόνηση και διερευνά τις σωστές αναλογίες της διαφάνειας με την αδιαφάνεια. Αναγνωρίζει τη σημασία της μετάβασης από τη μια εικόνα στην άλλη και δοξάζει την επικράτειά του ανάμεσα στον χώρο και στον χρόνο. Θεωρεί τη μετριοφροσύνη αρετή του ποιητή και από τα φανερά πλούτη προτιμά το κρυμμένο μυστήριο και την υπόκωφη λάμψη, και καταλήγει: «Μακάρι το μυστήριο τούτο να έχει βρει καταφύγιο στα ποιήματά μου».

Τελειώνοντας, ας αφιερώσουμε λοιπόν στην ημέρα της ποίησης έναν στίχο του Jules Supervielle:

Μέσα στο δάσος το άχρονο Κόβουν ένα μεγάλο δέντρο. Ένα κατακόρυφο κενό Σε σχήμα στύλου τρέμει Πλάι στον κορμό που κείτεται. Ψάξτε, ψάξτε πουλιά Τη θέση της φωλιάς σας Σ΄ αυτή την υψηλή ανάμνηση Όσο θροΐζει ακόμα. Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.