Τρεις σημαντικές τάσεις, συνδεδεμένες και αλληλοτροφοδοτούμενες, επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του δυναμικού ανατροπής που χαρακτηρίζει σήμερα το πολιτικό μας σύστημα: η διάρρηξη της ιδεολογικής νομιμοποίησης του δικομματισμού, η γενικευμένη κρίση αξιών και η αλλαγή του συσχετισμού μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.

1. Τα ρεκόρ αποδοκιμασίας της κυβερνητικής πολιτικής και της πολιτικής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνοδεύονται από ένα ρεκόρ δυσθυμίας απέναντι σε ό,τι συνδέεται με τον λεγόμενο δικομματισμό. Το πολιτικό σύστημα, συγκρινόμενο με 10 χρόνια πριν, θεωρείται «περισσότερο εξαρτημένο από μεγάλα συμφέροντα» (75,1%), «περισσότερο διεφθαρμένο» (74,1%), «λιγότερο αξιοκρατικό» (58,4%), «λιγότερο αποτελεσματικό» (55,5%), «λιγότερο φιλικό προς τον πολίτη» (51,2%), «περισσότερο συντηρητικό» (45,1%). Η δυσπιστία απέναντι σε θεσμούς-πυλώνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως η κυβέρνηση, τα κόμματα και τα εργατοϋπαλληλικά συνδικάτα (για να μην αναφερθούμε στην εικόνα καταρράκωσης των ΜΜΕ), επεκτείνεται πλέον και προς «ουδέτερους» θεσμούς, όπως η Δικαιοσύνη.

2. Η εικόνα της απαξίωσης είναι γενικευμένη, παραπέμπει σε κρίση όχι πια θεσμών αλλά αξιών: οι έρευνες αναδεικνύουν μια κοινωνία που φαίνεται ότι δεν έχει από πού να πιαστεί, χωρίς θεσμικά σημεία αναφοράς, δύσπιστη προς όλους και όλα, απαισιόδοξη, χωρίς πίστη στην ηγεσία της, χωρίς πίστη στον εαυτό της, μια κοινωνία σε παρακμή (76,2% των Ελλήνων το βεβαιώνουν). Φταίει το πολιτικό σύστημα, φταίνε τα κόμματα, φταίει όμως και η χώρα, αυτά είναι τα μοτίβα της γενικευμένης αξιακής κρίσης. Μία όψη αυτής της κρίσης είναι φυσικά η υποκρισία: όλοι στην Ελλάδα είναι εναντίον της διαφθοράς, εναντίον της αναξιοκρατίας, υπέρ της αποτελεσματικότητας κ.λπ., σε τέτοιο δε βαθμό που να διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν να υπάρχει διαφθορά, ευνοιοκρατία ή απουσία εργασιακής ηθικής σε μία χώρα στην οποία κανείς δεν διαφθείρει και όλοι εργάζονται σύμφωνα με το προτεσταντικό πρότυπο. Η εικόνα τσακίσματος του αξιακού ιστού θυμίζει την κατάσταση ορισμένων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Θυμίζει ιδιαίτερα τη σημερινή κατάσταση της Σερβίας, όπου η απουσία οποιασδήποτε πίστης σε θεσμούς συνδέεται με αισθήματα παραίτησης, ατομικής ιδιοτέλειας, απόγνωσης και οργής. Ωστόσο, η Σερβία

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΟ

που έχει διαμορφωθεί είναι ιστορικής σημασίας. Το ποιος θα ενισχυθεί, το γνωρίζουμε (ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ποιος θα καταλάβει το κενό (ή θα το επανακαταλάβει) είναι άγνωστο

έχει σήμερα όλα τα χαρακτηριστικά του «ηττημένου έθνους». Η Ελλάδα δεν τα έχει.

3. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο επίκεντρο των κλυδωνισμών και ο ΣΥΡΙΖΑ στο επίκεντρο της νέας δυναμικής. Η διαίρεση Αριστεράς- Δεξιάς αποδυναμώνεται σε έκταση (τα μεγάλα κόμματα συμμετέχουν λιγότερο στη διαμόρφωσή της), ενισχύεται σε ένταση (ή: σε ριζοσπαστικότητα), καθώς πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις τείνουν να λειτουργήσουν ως προνομιακοί πόλοι νοηματοδότησής της. Σημαίνουν τα πιο πάνω ιδεολογική στροφή προς τα αριστερά; Σε κάποιο βαθμό ναι, διότι νέες ιδέες (και νέοι «διακεκριμένοι φορείς», δηλαδή κόμματα ή ελίτ) τείνουν να αποκτήσουν εξέχουσα θέση στον ιδεολογικό ανταγωνισμό και τείνουν να επιβάλουν τη δική τους ερμηνεία της κρίσης. Όμως ο διαδεδομένος κυνισμός και η γενικευμένη κατάπτωση του συστήματος αξιών υπονομεύουν την ιδεολογική συνοχή των νέων φορέων, άρα και τη σταθερότητα της δυναμικής τους. Ένα παράδειγμα: το 49% του παρόντος εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ (των εκλογέων δηλαδή που δηλώνουν ότι θα τον ψήφιζαν σήμερα, όχι εκείνων που πράγματι τον ψήφισαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου) δηλώνει ότι «χρειαζόμαστε καλύτερο και λιγότερο κράτος» (το αντίστοιχο ποσοστό για τους προτιθέμενους σήμερα να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ είναι 40,7%!), τάση που όχι μόνον έρχεται σε μετωπική αντίθεση με τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δείχνει και τις αντιφάσεις και τα όρια της αριστερής στροφής του εκλογικού σώματος. Ταυτόχρονα, και συνεκτικά, 46,5% των ίδιων εκλογέων ζητάει ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα (το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 21,5% για τους σημερινούς δυνάμει εκλογείς του ΚΚΕ, όλα τα στοιχεία είναι της Κάπα Research). Τα πιο πάνω ενδεικτικά στοιχεία είναι εκκωφαντικά και καταρρίπτουν ορισμένες (όχι πολλές) αναλύσεις περί μεγάλης ιδεολογικής ανατροπής. OΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κυρίως τη δύναμη υποδοχής της δυσαρέσκειας προς το πολιτικό σύστημα. Δεν αποτελεί, παρά μόνον εν μέρει, τη δύναμη υποδοχής μιας αριστερής και σχετικά συνεκτικής ιδεολογικής μετατόπισης. Αυτό καθιστά τη δυναμική του ασταθή, αστάθεια που ενισχύεται από την αλλαγή ηγεσίας (η νέα ηγεσία δεν είχε τον χρόνο ούτε να επιβεβαιώσει ούτε να διαψεύσει τη «μεγάλη ομαδική προσδοκία» της οποίας λειτουργεί ως εντολοδόχος). Η βαθιά κρίση του δικομματισμού και του ΠΑΣΟΚ, η απουσία κυρίαρχου αξιακού ιστού (αστικού ή ανατρεπτικού, μοντέρνου ή παραδοσιακού) και η αλματώδης άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ συνδέονται στενά, δημιουργούν σκληρές αντιφάσεις και καθιστούν την έκβαση της πολιτικής αντιπαράθεσης αβέβαιη. Το πολιτικό κενό που έχει διαμορφωθεί είναι ιστορικής σημασίας. Το ποιος θα ενισχυθεί, το γνωρίζουμε (ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ποιος θα καταλάβει το κενό (ή θα το επανακαταλάβει) είναι άγνωστο.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.