«Όλα αυτά τελείωσαν. Τα έχω ξεχάσει. Τώρα θα ξαναπάω στο πανεπιστήμιο μόνο για να σπουδάσω». Ο 13χρονος Δημήτρης είχε γίνει γνωστός στο Πανελλήνιο πριν από περίπου ενάμιση χρόνο ως «ο εντεκάχρονος με τις πέτρες και τις μολότοφ».


Η εικόνα του να πετάει πέτρες και μολότοφ ως μέλος ομάδας αναρχικών κατά τη διάρκεια επεισοδίων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, είχε σοκάρει και προκαλέσει- έστω καθυστερημένα- την κινητοποίηση των υπηρεσιών της πρόνοιας.

Μετά την παρέμβαση, το παιδί επέστρεψε κανονικά στο σχολείο και πλέον φοιτά στην Α΄ Γυμνασίου. Μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο Δημήτρης δηλώνει ότι έχει κλείσει οριστικά αυτό το κεφάλαιο της ζωής του. Όπως λέει, έφτασε να πετάει πέτρες στους αστυνομικούς «ως αντίδραση στα όσα συνέβαιναν στην οικογένειά του».

Ο Δημήτρης είναι ένα από τα δέκα παιδιά της οικογένειας του πλανόδιου πωλητή κουλουριών στη Θεσσαλονίκη, Θόδωρου Σαμαρά. Η οικογένεια, όπως είχε διαπιστωθεί

ΩΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

για την εξαθλίωση της οικογένειάς του ερμηνεύει ο 13χρονος Δημήτρης τη συμμετοχή του στα επεισόδια το 2006

τότε, ζούσε υπό άθλιες συνθήκες σε ένα υπόγειο. Δώδεκα άνθρωποι ζούσαν στοιβαγμένοι σε ένα χώρο λίγο μεγαλύτερο από τριάντα τετραγωνικά μέτρα. Δύο από τα μεγαλύτερα παιδιά βρίσκονταν στη φυλακή για κλοπές, ενώ ο πατέρας αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Τότε, με την παρέμβαση του υπουργείου Υγείας- Πρόνοιας η οικογένεια μεταφέρθηκε σε διαμέρισμα εκατό τ.μ.- το ενοίκιο θα πληρώνεται από το υπουργείο έως το τέλος του χρόνου.

Η «συμπεριφορά της διαμαρτυρίας» μπορεί να αποτελεί παρελθόν για τον Δημήτρη, αλλά τα δύσκολα χρόνια έχουν αφήσει τα σημάδια τους πάνω του. Το παιδί δείχνει περισσότερο ώριμο από συνομηλίκους του και τα προβλήματα της οικογένειας παραμένουν, παρά το γεγονός ότι ζει σε πολύ καλύτερο περιβάλλον. Δείχνει αποφασισμένος, θέλει να σπουδάσει και προσπαθεί όσο μπορεί στο σχολείο.

Ωστόσο είναι ιδιαίτερα προβληματισμένος με όσα εξακολουθούν να συμβαίνουν στην οικογένειά του. Παρά τις υποσχέσεις ότι ο πατέρας του θα έπαιρνε άδεια για να πουλάει «νόμιμα» τα κουλούρια του στον δρόμο, αυτό δεν έγινε. «Δεν φτάνει μόνο αυτό, άλλα λένε κι άλλα κάνουν. Φέτος “έγραψαν” τον πατέρα εννιά φορές, πώς θα πληρωθούν αυτά τα πρόστιμα», διερωτάται μιλώντας στα «ΝΕΑ», δεδομένου ότι τα μοναδικά έσοδα της οικογένειας προέρχονται από τα κουλούρια, αφού η μητέρα με τόσα παιδιά είναι αδύνατον να εργαστεί.

Δύο στη φυλακή

«Σήμερα είμαστε καλά, δεν μπορώ να πω τίποτα για το υπουργείο, μας φρόντισε. Αύριο όμως δεν ξέρω τι μας ξημερώνει, το άλλο μου πόδι έχει κι άλλα προβλήματα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Θόδωρος Σαμαράς που τον περιστοιχίζουν τα τρία μικρότερα παιδιά του, από τα έξι που ζουν μαζί του, αφού τα δύο είναι στη φυλακή για κλοπές και τα άλλα δύο εργάζονται και ζουν μόνα τους. Η οικογένεια εξακολουθεί να ζει φτωχικά, αφού τα επιδόματα και τα 350 ευρώ που έχει μηνιαίως έσοδα από τα κουλούρια δεν επαρκούν, ζει όμως αξιοπρεπώς. Μπροστά στην τηλεόραση τα τρία μικρότερα παιδιά βλέπουν παιδικό πρόγραμμα και δείχνουν να έχουν ξεχάσει τις άθλιες συνθήκες στο υπόγειο της Κασσάνδρου.

Στο σφυρί για πρόστιμα το σπίτι της πολύτεκνης οικογένειας


ΚΑΤΑΣΧΕΤΗΡΙΟ για το υπόγειο που ζούσε η δωδεκαμελής οικογένεια Σαμαρά εκδόθηκε για χρέη προς τον Δήμο Θεσσαλονίκης, έπειτα από πρόστιμα που του έχουν επιβληθεί. Ο 56χρονος πολύτεκνος πατέρας παραδέχεται μεν ότι σήμερα η οικογένειά του είναι σε καλύτερη κατάσταση απ΄ ό,τι πριν από ενάμιση χρόνο, όμως βρίσκεται ένα βήμα πριν χάσει το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο. Τα χρέη από πρόστιμα του δήμου για πώληση κουλουριών χωρίς άδεια, μαζί με τις προσαυξήσεις έχουν αγγίξει σχεδόν τα 13.000 ευρώ. «Από το 1987 παλεύω να βγάλω άδεια», λέει με απόγνωση ο Θόδωρος Σμαράς. Διευκρινίζει ότι ο δήμος του υποσχέθηκε μεν άδεια αλλά στην… Άνω Πόλη, όπου δεν κυκλοφορεί κανένας κουλουράς, αφού δεν υπάρχει κίνηση πεζών όπως στο κέντρο.

«Μου είπαν ότι βγάζουν το υπόγειο σε πλειστηριασμό, μας σακάτεψαν εντελώς, δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε, ούτε πού θα πάμε να μείνουμε». Μαζί με την ενοικίαση του σπιτιού για δύο χρόνια- ολοκληρώνεται τον επόμενο Δεκέμβριο- η δωδεκαμελής οικογένεια είχε λάβει υποσχέσεις από τον δήμο και το Δημόσιο για διαγραφή των προστίμων. «Όχι μόνο δεν τα διέγραψαν, αλλά συνεχίζουν να με γράφουν», υποστήριξε.

Η οικογένεια σχεδίαζε να πουλήσει το υπόγειο και αφού διαγράφονταν τα χρέη και με τη βοήθεια του μεγαλύτερου παιδιού- 27 χρόνων- θα αγόραζε ένα μεγαλύτερο σπίτι για να ζήσουν καλύτερα. «Καταστραφήκαμε εντελώς και εγώ είμαι ανήμπορος να αντεπεξέλθω. Ούτε να νοικιάσουμε δεν θα μπορέσουμε. Ποιος θα βάλει στο σπίτι του δέκα άτομα; Εδώ ήρθαμε επειδή το νοίκιασε το υπουργείο, αλλιώς δεν θα μας είχαν δεχτεί», λέει.