Ο «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν» είναι το προτελευταίο μείζον έργο του Ίψεν (1896)


Όσοι πιστεύουν ακράδαντα, όπως εγώ, πως η τέχνη και ιδιαίτερα το θέατρο είναι ένας καθρέφτης μιας ιστορικής περιόδου, δεν θα θεωρήσουν ούτε περιττά ούτε προκλητικά ούτε σχολαστικά τα ιδεολογικά παραθέματα, ενδεικτικά της συνταρακτικής για την Ευρώπη δεκαετίας (1895-1905). Είναι η δεκαετία του μιλιταρισμού και του ιμπεριαλισμού, του εξπρεσιονισμού και του φουτουρισμού, η δεκαετία του Φρόυντ και της θεωρίας της σχετικότητας, η δεκαετία του Πουανκαρέ και του Ράσελ, του πραγματισμού και της φαινομενολογίας, η δεκαετία του κινηματογράφου, η εποχή που ο ηλεκτρισμός μπαίνει στη βιομηχανία. Ο Ίψεν επειδή πριν απ΄ όλα ήταν ποιητής, ξεπέρασε γρήγορα τον θετικισμό του αιώνα του και στο τέρμα του βίου του, στον Μπόρκμαν, ξεσκεπάζει με ψύχραιμο χέρι το αλαζονικό άτομο που πρόβαλε ο δέκατος ένατος αιώνας ως δημιουργός της Ιστορίας. Ο ποιητής ψυχανεμίζεται το νέο ψυχρό ρεύμα που διακατέχει το ιστορικό γίγνεσθαι στη γριά Ευρώπη. Ο Μπόρκμαν είναι ο τελευταίος αστός που θέλει να διορθώσει τον κόσμο. Σε λίγο αρχίζει ο αιώνας του Χίνκελ, του αστού που βλέπει τον κόσμο ως απέραντο πεδίο για εκμετάλλευση. Ο Μπόρκμαν, ο άνθρωπος των καλών προθέσεων και των αγαθών κινήτρων, πνίγεται μέσα στη θύελλα μιας καινούργιας αντίληψης για τον κόσμο. Ο Χίνκελ, πρόδρομος του αμερικανικού πραγματισμού του Γουίλιαμ Τζέιμς και του Ντιούι, δέχεται πως κριτήριο της αλήθειας είναι η αξία των πραγμάτων, δηλαδή το αποτέλεσμα, το πρακτικό αποτέλεσμα. Μέσα σ΄ αυτό το πλέγμα θέση δεν έχουν οι μονομανείς οραματιστές, ατομικοί σωτήρες και κοινωνικοί απόστολοι. Ο Μπόρκμαν θυσίασε μια ζωή, έναν έρωτα, πάτησε πάνω στην προσωπική του τιμή για να γκρεμιστεί έκπληκτος και αμήχανος μπρος στους μηχανισμούς που κινητοποίησαν τη συντριβή του. Βουλιάζει, αμετανόητος, μέσα στα συντρίμμια του προσωπικού, του ατομικού του καλύτερα, οράματος. Ο Χίνκελ, πρόσωπο αόρατο στο δράμα, θριαμβεύει. Πιστεύω, ο Χίνκελ έγινε ορατό πρόσωπο στο θέατρο με άλλο όνομα στην «Αγία Ιωάννα των σφαγείων» του Μπρεχτ, ως Μάουλερ. Ο Μπόρκμαν είναι μια πραγματικότητα της εποχής του και εκφράζει το βασίλεμα μιας ποιότητας ζωής και ενός ήθους και την ανατολή μιας άλλης ποιότητας και ενός άλλου ήθους.

Χωρίς αμφιβολία ο Ίψεν χαρτογραφεί τα τελευταία δείγματα του διαφωτισμένου αστού. Εγωκεντρικός, αυτοδημιούργητος, τολμηρός, συχνά κυνικός, κερδαλεόφρων αλλά με γνώμονα την ανθρωπιστική αρχή της προσφοράς στο κοινό συμφέρον. Προβάλλει το πεφυσιωμένο εγώ του για να αποκτήσει τον έπαινο του Δήμου και της Αγοράς. Οι στρατηγικές του θυσιάζουν εύκολα στη σκακιέρα πιόνια για να κερδίσουν πλεονεκτήματα στην αντιπαράθεση με τον μείζονα εχθρό εν ονόματι μιας παρτίδας που αποσκοπεί στον θρίαμβο των νικηφόρων ελιγμών. Ο Μπόρκμαν θυσιάζει τη βασίλισσα για να του ανοίξει χώρο ο αντίπαλος αξιωματικός, δρόμο που οδηγεί σε κινήσεις ματ με απονευρωμένο τον βασιλιά. Όμως ο αντίπαλος παίχτης καιροφυλαχτεί και με μια αιφνιδιαστική επίθεση του πύργου του στο απέναντι στρατόπεδο παίρνει την παρτίδα. Ο Μπόρκμαν αποδεικνύεται ένας αφελής παίχτης που σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού, όταν ο αντίπαλος επιστρατεύει τη συνωμοσία, την προδοσία και την απάτη.

Οι θυσίες του Μπόρκμαν, μετά την ήττα, φαίνονται εκτός από ανούσιες και ανήθικες, αφού έχουν απογυμνώσει το όραμά του από το φιλάνθρωπο μανδύα του. Το αριστούργημα του Ίψεν είναι τόσο σημερινό, αν λάβουμε υπόψη μας πως δεν έλειψαν οι αφελείς οραματιστές, οι ανθρωπιστές αλλά και οι τολμητίες που υπερβαίνουν τα όρια και παγιδεύονται στα ίδια δίχτυα που έχουν απλώσει για τον άλλον. Ο Ίψεν δανείζεται το σίγουρο και αιώνιο πεδίο της παγκόσμιας δραματουργίας, την οικογένεια, τον κοινωνικό καταγωγικό πυρήνα κάθε προόδου και κάθε ρήξης, για να ερμηνεύσει τα αδιέξοδα της κοινωνίας του και του καιρού του.

ΙΝFΟ

«Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν» στο θέατρο «Άλμα» (Ακομινάτου 15-17 Αγίου Κωνσταντίνου. Τηλ. 210.5220100)

Ένας φιλόδοξος άνθρωπος ερωτευμένος «πουλάει» την γυναίκα που λατρεύει στον άνθρωπο που του εγγυάται κοινωνική άνοδο και γόνιμο πεδίο ανάπτυξης και αξιοποίησης της δημιουργικότητάς του. Γι΄ αυτό παντρεύεται τη δίδυμη αδελφή της, ώστε να αφήσει ελεύθερο το έδαφος για τον προστάτη του. Η γυναίκα όμως αρνείται να συμπράξει στη συμπαιγνία, με αποτέλεσμα ο προστάτης να αποσύρει την εύνοιά του οδηγώντας τον προστατευόμενό του, έκθετο και ποινικά κολάσιμο, στη φυλακή και στη δημόσια διαπόμπευση. Απομονωμένος, ακοινώνητος, ονειρευόμενος τη ρεβάνς, απορρίπτεται από τη σύζυγό του, τον γιο του, το περιβάλλον και ζει με ψευδαισθήσεις επιστροφής, ακουμπώντας πάνω σ΄ ένα εξουθενωμένο ανθρωπάκι που του τροφοδοτεί τα όνειρά του ανταλλάσσοντάς τα με τη συντήρηση ανύπαρκτων καλλιτεχνικών επιτευγμάτων.

Η κοινωνία κινείται με τους ρυθμούς και την ηθική του προστάτη που πρόδωσε και μέσα τους κυκλοφορεί άνετα ο γιος τού αποδιοπομπαίου τράγου, ανελέητος εγωιστής, μια νέα γενιά ελεύθερη από προκαταλήψεις και ιδεολογήματα, θηρευτής ηδονής. Ο Ίψεν προικίζει τον ήρωά του με μια ποιητική, ουτοπική διάθεση, μια ματαιωμένη δημιουργική πνοή ώστε η τελική του πτώση να πάρει τον χαρακτήρα μιας εκκωφαντικής πτώσης, ενός γίγαντα που του πριόνισαν τα πόδια.

Το ψυχικό κλίμα του έργου είναι ένα παγωμένο τοπίο συρρικνωμένων, νεκρών αισθημάτων και ξεδοντιασμένων ονείρων, προθέσεων και έκθετων κινήτρων. Η προτεσταντική ηθική που πηγάζει από τον καπιταλισμό που εδράζεται στο κέρδος αλλά και στην ατομική δημιουργική πρωτοβουλία έχει γίνει ένα χιονισμένο ύπουλο τοπίο, όπου οι φιλοδοξίες και οι καλές προθέσεις βουλιάζουν και ναρκώνονται.

Ο Μιχαλακόπουλος στο θέατρο«Άλμα» σκηνοθέτησε το έξοχο δράμα του Ίψεν, σαν τραγωδία, λιτά, ωμά, γυμνά, με συγκρατημένη κατανόηση για τα ανθρώπινα και τις ψευδαισθήσεις των αφελών. Μέσα σ΄ έναν απέριττο σκηνικό χώρο, χωρίς εποχή, του Απόστολου Βέττα, με επίπλωση δύο καρέκλες και ένα τραπεζάκι, με ένα κυρίαρχο συμβολικά σκάκι, με τη λειτουργική και άμεση μετάφραση του Μπελιέ και τους σημαίνοντες φωτισμούς του Καβουκίδη, καθοδήγησε την ευάγωγη έμπειρη ομάδα των συνεργατών του σε μια συνταρακτικά απλή και ως εκ τούτου ουσιώδη παράσταση, όπου το έργο έδειξε τους αρμούς του, τους ρυθμούς του και μέσω των συγκρούσεων τούς σύνθετους χαρακτήρες του. Ο ίδιος έδωσε έναν ανθρώπινο Μπόρκμαν, αμήχανο, εγωκεντρικό, μοναχικό και επηρμένα ανασφαλή και πείσμονα. Μια από τις λιτότερες ερμηνείες του χωρίς όμως μανιέρα.

Στερημένη, πικρόχολη σύζυγος


Η Φιλαρέτη Κομνηνού, άλλη μια φορά αφέθηκε να τσαλακώσει την εράσμια θεατρική της εικόνα.

Έπλασε μια στεγνή, στερημένη, πικρόχολη, καθηκοντολογική σύζυγο προτεσταντικής ηθικής. Η Κατερίνα Μαραγκού σε έναν από τους ωριμότερους ρόλους της έδωσε την προδομένη γυναίκα με υλικά εκδικητικής υποκατάστασης ανάμεσα στην υστερία και τη μητρική τρυφερότητα, την αλαζονεία του έχειν και την ταπείνωση της απορριμμένης.

Η Θεοδώρα Σιάρκου έχει σκηνικό γκελ, έγραψε και σχεδίασε με σταθερή πινελιά τον τολμηρό ρόλο μιας πρωτοφανούς για την εποχή, ερωτικά διαθέσιμης γυναίκας.

Ο νεαρός Δημήτρης Πασσάς στην παρθενική του εμφάνιση (Έρχαρτ) έδειξε προσόντα αξιοσημείωτα, γερή τεχνική, ωραία κίνηση και σκηνική πειθώ.

Η Σταυρούλα Μάκρα (Φρίντα) στη σύντομη σκηνή της δεν πέρασε απαρατήρητη.

Ο Γιώργος Μοσχίδης (Φόλντολ) άλλη μια φορά με γνήσια υλικά και απλό σκηνικό σχέδιο οργάνωσε μια παρουσία στη σκηνή κυρίαρχη και εμμένουσα.