Στη σύντομη ιστορία του Διαδικτύου, πιθανόν να μην υπάρχει πιο πολυσυζητημένο θέμα που να αφορά τον Τύπο από το εάν πρέπει οι ηλεκτρονικές εκδόσεις των εντύπων να είναι επί πληρωμή (όπως τα έντυπα στο περίπτερο, δηλαδή) ή δωρεάν. Όχι πως έχει υπάρξει καταληκτική απάντηση στο ζήτημα- τουναντίον, οι κυρίαρχες πρακτικές εναλλάσσονται κατά καιρούς: στα πρώτα βήματα του νέου μέσου ο εγγενής συντηρητισμός των εκδοτών επέβαλε αντίτιμο, ενώ λίγο αργότερα ο ενθουσιασμός των κεφαλαιαγορών για το Ίντερνετ καθώς και ο ανταγωνισμός από δωρεάν ιστοσελίδες οδήγησαν στην εξάλειψη των χρεώσεων. Όταν επήλθε το «κραχ» του κλάδου τη διετία 2000-2002, οι περισσότερες εφημερίδες επανέφεραν την πολιτική του αντιτίμου (έστω για μέρος μόνο του περιεχομένου) ωστόσο έκτοτε η σταθερή- και στερεότερη- ανάπτυξη του Διαδικτύου σημαίνει ότι η επί πληρωμή online εκδόσεις συνιστούν πλέον ολοένα ισχνότερη μειοψηφία.

Το θέμα έχει επανέλθει δυναμικά στην επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ακόμα και οι μεγαλύτερες και εγκυρότερες εφημερίδες του πλανήτη δείχνουν να κατασταλάζουν οριστικά στη στρατηγική της δωρεάν παροχής της ύλης τους. Οι «Νew Υork Τimes» έπαυσαν να χρεώνουν για τις στήλες τους, οι «Financial Τimes» ανακοίνωσαν ότι επανεξετάζουν την πολιτική τους, ενώ ακόμα και ο παγκόσμιος κολοσσός Υahoo! λέγεται ότι θα σταματήσει να εστιάζει το ενδιαφέρον του σε υλικό «προστιθέμενης αξίας». Εν τούτοις, τίποτα δεν κατέπληξε περισσότερο τους ειδικούς από τη δήλωση του Ρούπερτ Μέρντοκ, νέου ιδιοκτήτη της «Wall Street Journal», που καθιστά σαφές ότι το κλασικότερο παράδειγμα συνδρομητικής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας θα μετατραπεί σύντομα σε δωρεάν υπηρεσία. Ο υπολογισμός των εκδοτών είναι- εκ πρώτης όψεως- προφανής: δεδομένης της εντυπωσιακής αύξησης των διαφημιστικών κονδυλίων που απορροφά το Ίντερνετ, τα έσοδα που θα προκύψουν

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ

και εγκυρότερες εφημερίδες του πλανήτη δείχνουν να κατασταλάζουν οριστικά στη στρατηγική της δωρεάν παροχής της ύλης τους

από την (αναπόφευκτα, λόγω δωρεάν παροχής) μεγαλύτερη επισκεψιμότητα θα υπερκαλύψουν τα απολεσθέντα που προέρχονται από τις σημερινές χρεώσεις των χρηστών.

Είναι όμως τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα; Ενδεχομένως όχι: μπορεί η επί πληρωμή πολιτική να είχε δημιουργήσει επιπρόσθετα προβλήματα- αφού πρώτον, οι έμπειροι χρήστες μπορούσαν να την παρακάμψουν και δεύτερον, λειτουργούσε αποτρεπτικά στους ευκαιριακούς επισκέπτες που έφταναν στην online εφημερίδα μέσω μηχανής αναζήτησης- εν τούτοις η οριστική στροφή προς τη διαφήμιση ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Πλην του ότι οι αυξητικές τάσεις στη διαδικτυακή διαφήμιση παρουσιάζουν σημάδια κάμψης, ειδικά στον ηλεκτρονικό Τύπο (από 33,2% το 2006 σε λιγότερο από 20% σήμερα), ο μέσος όρος εσόδων ανά επισκέπτη στο Ίντερνετ είναι σαφώς χαμηλότερος από τον αντίστοιχο ανά αναγνώστη του εντύπου, δηλαδή από τα έσοδα με τα οποία οι εφημερίδες έχουν μάθει να ζουν. Επιπρόσθετα, όλοι οι ειδικοί του χώρου συμφωνούν ότι το μερίδιο των εφημερίδων στο Διαδίκτυο θα αποδειχθεί τελικά αρκετά χαμηλότερο αυτού που κατέχουν στον «αναλογικό» κόσμο, καθώς τη μερίδα του λέοντος θα συνεχίσουν να ελέγχουν οι παγκόσμιες πύλες Google, Υahoo!, ΜSΝ και ΑΟL. Ακόμα και ο Μέρντοκ μάλλον παίρνει υψηλότατο ρίσκο: για να καλύψει με διαφημιστικά έσοδα την απώλεια 50 εκατ. δολαρίων από την απελευθέρωση του περιεχομένου της Οnline Wall Street Journal θα πρέπει οι μηνιαίοι επισκέπτες της σχεδόν να τριπλασιαστούν (από 8 εκατ. σε περισσότερα από 20 εκατ.). Πολλοί- κυρίως δημοσιογράφοι- θα καταδικάσουν την απόλυτη αφοσίωση προς (και εξάρτηση από) τους διαφημιζομένους και θα θεωρήσουν απαξίωση τη δωρεάν παροχή περιεχομένου. Ίσως όμως τελικά χρειαστεί να αλλάξουν σημείο αναφοράς και από την τιμή να εστιάσουν στη δημοτικότητα του (έστω δωρεάν) προϊόντος, καθώς αυτή θα φέρει τα διαφημιστικά έσοδα που θα εγγυηθούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Άλλωστε το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στο Διαδίκτυο: πέραν των εφημερίδων τύπου «Μetro», η «Μanchester Εvening Νews» έγινε πρόσφατα το γνωστότερο έντυπο που πλέον διατίθεται σε δύο μορφές, μία δωρεάν ολιγοσέλιδη και μία πολυσέλιδη επί πληρωμή. Σημεία των καιρών.

Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και αντιπρόεδρος του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία.