Εδώ και χρόνια περνάμε αριστοφανικά καλοκαίρια
Θεατρικά και ιστορικά σκεπτόμενοι πρέπει να παραδεχτούμε πως όταν καταφυγή των θιάσων για να γεμίσει το ταμείο είναι μια αριστοφανική κωμωδία, υπάρχει πρόοδος και μάλιστα ποιοτική, όταν αναλογιστούμε πως τις προπολεμικές και τις μεταπολεμικές δεκαετίες σωσίβιο ταμείου ήταν το δραματικό ειδύλλιο («Γκόλφω», «Αγαπητικός»), το κωμειδύλλιο («Τύχη της Μαρούλας», «Νύφη της Κούλουρης» κ.λπ.), η λαϊκή φαρσοκωμωδία και η αθηναϊκή επιθεώρηση. Οι αναγνώστες μου γνωρίζουν, βέβαια, πως τιμώ τα παραπάνω είδη, θεωρώ πως για κάποια εποχή συγκρότησαν, τουλάχιστον, τον ιθαγενή μας υποκριτικό κώδικα, τίμησαν τον ρυθμό και την ευφορία της καθημερινής μας λαλιάς, πράγματα πολύτιμα για τη θεατρική ιστορία ενός τόπου.

Ο Αριστοφάνης, όμως, είναι άλλης κλίμακας ποιητής και δημιουργός θεατρικής συγκίνησης. Ας αναλύσουμε λοιπόν το φαινόμενο. Κατ΄ αρχάς το να καταφεύγει κανείς στον Αριστοφάνη και να βρίσκει ανταπόκριση στο μεγάλο ταξικά αδιαστάθμιστο κοινό σημαίνει πως αυτός ο δημιουργός του τέλους του κλασικού αιώνα μάς αφορά και μάλιστα μάς αφορά καίρια. Γιατί; Εν πρώτοις διότι είναι σατιρικός πολιτικός συγγραφέας. Και παρ΄ όλο που οι αιώνες που πέρασαν έχουν διαφοροποιήσει την έννοια και το περιεχόμενο του πολιτικού προβληματισμού, φαίνεται πως η παθολογία των πολιτικών θεσμών (το πολιτικό ψεύδος, η ρεμούλα, το αλισβερίσι, η διαπλοκή, η αδιαφάνεια, ο νεποτισμός, η αισχροκέρδεια, η αγραμματοσύνη του συστήματος, η αργυρώνητη δικαιοσύνη, η αλαζονεία της εξουσίας και η έπαρση του πλούτου, η διπλωματική διγλωσσία κ.λπ.) δεν άλλαξε και πολύ, άρα τα φαινόμενα που καυτηριάζει ο Αριστοφάνης είναι αναγνωρίσιμα συμπτώματα της σύγχρονης και όχι μόνο της ελληνικής πολιτικής ζωής.

Κατά δεύτερο λόγο ο Αριστοφάνης αναδεικνύεται, όπως κάθε σατιρικός της πνευματικής ιστορίας του κόσμου, ένας άκρως συντηρητικός διανοούμενος και συνάμα άκρως ρομαντικός. Συντηρητικός διότι σατιρίζει και υπονομεύει το καινούργιο, δυσπιστεί για τις νέες ιδέες, πολεμάει τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις (σκεφτείτε πως ξεμπρόστιασε και εξευτέλισε τις δύο πλέον εξεγερμένες, πρωτότυπες και νεωτεριστικές προσωπικότητες της αρχαιότητας, τον Σωκράτη και τον Ευριπίδη) και συνάμα νοσταλγεί το παρελθόν, εκθειάζει τα παλιά ήθη, την αυστηρή ηθική μιας πειθαρχημένης πολιτικής τάξης πραγμάτων, αποθεώνει ωραιοποιώντας την εποχή «που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα»!

Αυτό το κράμα συντηρητισμού και ρομαντισμού βρίσκει πάντα ευήκοον ους στις μεγάλες μάζες των μικρομεσαίων και των μεγαλοαστών κάθε εποχής. Αυτοί βολεύονται με την παράδοση, αλλά από την άλλη εξεγείρονται με την αδικία των θεσμών στο παρόν. Για δείτε σήμερα γύρω σας. Όλοι γκρινιάζουν για τους θεσμούς και το κατάντημά τους, καταδικάζουν πολιτικές συμπεριφορές, δικαστικές τακτικές, οικονομικές ατασθαλίες αλλά στην πλειονότητά τους αποθεώνουν πολιτικούς σχηματισμούς που επικαλούνται τις βολικές ισορροπίες του λεγόμενου κέντρου, δηλαδή της μεταμόρφωσης του συντηρητισμού για λόγους ευφημισμού σε ουδέτερο πολιτικά υβρίδιο. Κέντρο είναι ο Λύκος μεταμορφωμένος σε καλοσυνάτη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Να γιατί έχει πέραση ο Αριστοφάνης.

Γ ελάει ο μέσος πολίτης με την κατάντια του, με τις ανοχές του, τις ενοχές του, τα κόλπα του και τις στρατηγικές της ατσιδοσύνης του.

Δείτε πώς ο Αριστοφάνης χειρίζεται τις ουτοπίες του, όπως λέμε τις κωμωδίες, όπου ο ποιητικός του οίστρος εφευρίσκει γοητευτικά μορφώματα για να διοχετεύσει τις ελπίδες των ανθρώπων για καλύτερη ζωή, εν γνώσει του πως δημιουργεί παρηγοριές στον άρρωστο.

Στους «Όρνιθες» δύο απογοητευμένοι από την πολιτική ρεμούλα και τα παραδικαστικά κυκλώματα πολίτες εγκαταλείπουν την πόλη και τους θεσμούς της, που νοσούν και αναζητούν αλλού στον Αέρα και στον κόσμο των πουλιών τόπο και

Ο Αριστοφάνης αναδεικνύεται, όπως κάθε σατιρικός της πνευματικής ιστορίας του κόσμου, ένας άκρως συντηρητικός διανοούμενος και συνάμα άκρως ρομαντικός

συμπεριφορές για να στήσουν μια νέα πολιτεία. Και τι κάνουν; Σ΄ αυτόν τον φανταστικό ου-τόπο δημιουργούν ένα τόπο πανομοιότυπο μ΄ αυτόν που άφησαν. Όλα αλλάζουν για να μείνουν όλα ίδια.

Στη «Λυσιστράτη» η ουτοπία είναι το απίθανο ενδεχόμενο οι γυναίκες να επιστρατεύσουν το σεξουαλικό τους όπλο, το μόνο που τους αναγνωρίζει ο ποιητής (!), για να πετύχουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων. Παρ΄ όλο που έχουν καταλάβει την Ακρόπολη και έχουν μπλοκάρει το δημόσιο ταμείο και δεν επιτρέπουν την εκταμίευση χρημάτων για τον εφοδιασμό του στρατού, πρέπει να στερούν- γιατί αυτό το «όπλο» και μόνο αναγνωρίζουν οι αντροκρατούμενοι θεσμοί της Αθήνας- το σεξ για να πείσουν.

Στις «Εκκλησιάζουσες», κωμωδία που γράφεται μετά την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών εξαιτίας της ήττας των Αθηνών και της μεσολαβήσασας τυραννίδας των Τριάκοντα, ο Αριστοφάνης οργανώνει την πλέον απίθανη ουτοπία του. Την κατάληψη της εξουσίας από τις γυναίκες και τη δημιουργία ενός πολιτεύματος θηλεοκεντρικού.

Παρεμβάλλω εδώ την υπενθύμιση πως στις κωμωδίες του Αριστοφάνη (αντρός δημιουργού) παίζουν τους γυναικείους ρόλους άντρες ηθοποιοί και στο κοίλον παρακολουθούν μόνον άντρες Αθηναίοι πολίτες. Δηλαδή, να το πω ωμά, όπως στα καράβια, στον στρατό και στις ανδρικές φυλακές και παλαιότερα στα γυμνάσια αρρένων άντρες και αγόρια για γυναίκες μιλούν, με τις φαντασιώσεις για τις γυναίκες συνυπάρχουν και συνήθως κάνουν πλάκα με το σεξ, αφηγούμενοι φαλλοκρατικά κατορθώματα.

Η ουτοπική κοινοκτημοσύνη που ευαγγελίζεται ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες», αφού περνάει στα γρήγορα του θεσμούς των ίσων ευκαιριών και της ισονομίας, ισηγορίας κ.λπ. εξαντλεί τα κωμικά ευρήματα σ΄ αυτήν τη σεξολογία, εμμένοντας στην πανσεξουαλική θεσμική ουτοπία πλήρους ισότητας εγκαθιδρύοντας ερωτικές σχέσεις όπου ένας νέος για να χαρεί μια νέα γυναίκα πρέπει πρώτα να ικανοποιήσει τη σεξομανία μιας γριάς και μια νέα για να χαρεί τον έρωτα του νέου που λιμπίζεται θα πρέπει πρώτα να δοθεί σ΄ έναν γερομπισμπίκη. Αν αυτό δεν είναι παραχώρηση στο εκάστοτε συντηρητικό κέντρο και στον βολευματάκια μικροαστό, τότε δεν ξέρω τι να πω.

Ιδού λοιπόν γιατί είναι δημοφιλής ο Αριστοφάνης. Ικανοποιεί τις φαντασιώσεις των μικρομεσαίων, προσφέρει ψευδαισθήσεις, όπως ο μυθικός Παναγής από τα Μέγαρα. Και για να μην παρεξηγηθώ, θυμίζω πως η Μεγαρική φάρσα ήταν το κωμικό προηγούμενο της λαϊκής αθυροστομίας και βωμολοχίας των Αθηναίων κωμωδιογράφων.

Ας μη μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός πως οι αριστοφανικές κωμωδίες σήμερα δανείζονται κώδικες μεταφραστικούς, υποκριτικούς και μορφολογικούς από το κωμειδύλλιο, τη φαρσοκωμωδία και την επιθεώρηση. Ας μη μας εκπλήσσει που τις διαχειρίζονται λαϊκοί κωμικοί και τις απολαμβάνουν τα μεγάλα λαϊκά και μικροαστικά πλήθη που αναγνωρίζουν και αναμένουν και επιδιώκουν να χαρούν λαϊκούς τρόπους κωμικής μίμησης.

Κάποτε ο Καρζής ανέβασε «Λυσιστράτη» με την Κυβέλη και ο Καραντινός «Νεφέλες» με το Εθνικό Θέατρο. Δεν γέλασε χειλάκι. Ο Κουν ευδοκίμησε γιατί με τον «Πλούτο» βρήκε χυμούς στη μετάφραση του Χουρμούζη (1868) και με τους «Όρνιθες» στη μετάφραση του Ρώτα βρήκε τους ρυθμούς του Καραγκιόζη, της κωμωδίας της μπάτας, του φασουλή και ο Σολομός έφερε στην Επίδαυρο τη γαλατική κομεντί και τη χάρη της οπερέτας. Ο Χατζηδάκις όταν έγραφε τον «Μύθο» πατούσε πάνω στις μελωδίες και τους ρυθμούς του «Βαπτιστικού» του Σακελλαρίδη και στον «Ζέπο» του Παπαϊωάννου.

Χαρείτε λοιπόν τους λαϊκούς μας κωμικούς, όπου τους συναντήσετε, αφεθείτε στην ευφρόσυνη αθυροστομία και βεβαίως στις εύστοχες αναλογίες των μεταφραστών και των σκηνοθετών με τα σύγχρονα πολιτικά και ηθογραφικά δεδομένα.

Πολυσυλλεκτική ρυθμοποιία


Είδα ήδη τις «Εκκλησιάζουσες», μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου και της «Αττικής Σκηνής». Η ελεύθερη αναλογική διασκευή του έμπειρου Καλατζόπουλου (ο οποίος πρόσθεσε και μια ζουμερή επίκαιρη «Παράβαση»), η συμβατική στη φόρμα της παραστασιολογικής παράδοσης σκηνοθεσία του Θεολόγη, τα ευέλικτα και εύφορα σκηνικά και κοστούμια του Χειρδάρη, η πολυσυλλεκτική ρυθμοποιία και μελωδικότητα του Στούπελ, οι ευφάνταστες χορογραφίες του Γάλλια και κυρίως η υποκριτική ευφυΐα του Παρτσαλάκη, η στέρεη ευθυβολία του Χαλκιά, ο δαιμόνιος ρυθμός του Παλατζίδη και οι φιλότιμες ερμηνείες των νέων ηθοποιών που καλύπτουν χορό και μεταμορφώσεις τύπων προσθέτουν λαϊκό χιούμορ, χωρίς να προδίδουν τις σατιρικές προθέσεις του Αριστοφάνη. Ενός Αριστοφάνη, γιατί όχι στα καθ΄ ημάς.