Η πρόσφατη εξαγγελία του Πρωθυπουργού για την καθιέρωση «κατώτατης εθνικής σύνταξης» στην Ελλάδα, ποσού μεγαλύτερου του ορίου της φτώχειας, επιβάλλει τη διερεύνηση και ανάλυση ειδικότερων πτυχών που απορρέουν κυρίως από την πολυπλοκότητα, τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις και την συνθετότητα ένταξης του συγκεκριμένου θεσμού στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων της χώρας μας.

Κατ΄ αρχήν, στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης διερεύνησης απαιτείται η εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου. Πράγματι, ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη συναντάται ο όρος «κατώτατη εθνική σύνταξη». Οι αντίστοιχες κατηγορίες σύνταξης είναι είτε κατώτατη σύνταξη, είτε εθνική σύνταξη.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επικρατεί ο θεσμός της εθνικής σύνταξης αλλά εκείνος των κατώτατων συντάξεων ο οποίος θεωρείται αποτελεσματικότερος στην προαγωγή και την προάσπιση της κοινωνικής συνοχής διαμέσου της προστασίας των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων των συνταξιούχων (Γ. Ρωμανιάς, 2007).

Εξάλλου, ο θεσμός της κατώτατης εγγυημένης σύνταξης, ανεξάρτητα των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται στο καταβαλλόμενο μηνιαίο ποσό σύνταξης μεταξύ των ασφαλιστικών ταμείων, ισχύει και στην Ελλάδα.

Επομένως, αυτό που απαιτείται στην Ελλάδα είναι η ενιαιοποιημένη αύξηση των κατώτατων συντάξεων και η επέκταση του θεσμού σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες των συνταξιούχων (μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, κ.λπ.).

Προς τι άραγε η προσθήκη του όρου «εθνική» στην κατώτατη σύνταξη; Μήπως οφείλεται σε εννοιολογική σύγχυση ή μήπως αποτελεί αιφνιδιαστική μετάβαση από το σύστημα Βίσμαρκ (εγγυημένη καταβολή σύνταξης με βάση τις εισφορές και τον χρόνο ασφάλισης) στο σύστημα Βeveridge (εθνική σύνταξη 460 ευρώ τον μήνα στην Αγγλία χρηματοδοτούμενη από την φορολογία και χορήγηση συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών παροχών από τα ιδιωτικά ή τα επαγγελματικά συμβόλαια).

Σε μία τέτοια επιλογή ο κρατικός προϋπολογισμός αποσύρεται από την χρηματοδότηση, στον βαθμό που τον αφορά, των συνταξιοδοτικών παροχών. Έτσι, το σημερινό επίπεδο των συντάξεων ή θα περικοπεί ή θα χρηματοδοτηθεί

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΕΙΝΑΙ

η ενιαιοποιημένη αύξηση των κατώτατων συντάξεων και η επέκταση του θεσμού σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες των συνταξιούχων

επιπρόσθετα από τους ασφαλισμένους, με την αύξηση των εισφορών, την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, την αύξηση της φορολογίας ή με συνδυασμό των προαναφερόμενων τριών μέτρων εξοικονόμησης πόρων. Αντίθετα, σε μία επιβαλλόμενη επιλογή βελτίωσης του επιπέδου της κατώτατης εγγυημένης σύνταξης που ισχύει και στην Ελλάδα, απαιτείται ο ενιαίος προσδιορισμός του ποσού και η ετήσια αναπροσαρμογή του σύμφωνα με τα ποσοστά αύξησης της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, προκειμένου να αποφευχθεί η ισοπέδωση των συντάξεων, ανεξαρτήτως εισφορών και χρόνου ασφάλισης, με την αύξηση της εισφοροδιαφυγής και της ανασφάλιστης εργασίας.

Πράγματι, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του υπουργείου Οικονομίας, σχεδόν 2,1 εκατ. πολιτών στην Ελλάδα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (20% του πληθυσμού) κυρίως γυναίκες, συνταξιούχοι και νέοι άνεργοι.

Έτσι, σύμφωνα με την πρόσφατη πρωθυπουργική εξαγγελία, η χορηγούμενη «κατώτατη εθνική σύνταξη» θα είναι μεγαλύτερη από το όριο της φτώχειας (60% του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος- ΑΕΠ) που στην Ελλάδα με ΑΕΠ πριν από την αναθεώρηση (195,3 δισ. ευρώ) ανέρχεται σε 812 ευρώ τον μήνα και με ΑΕΠ μετά την αναθεώρηση (245,6 δισ. ευρώ) ανέρχεται σε 1.023 ευρώ τον μήνα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχα με τα προαναφερόμενα ποσά σύνταξης χορηγούνται σε δικαιούχους συνταξιούχους στην Ελλάδα με 30-35 χρόνια ασφάλισης, γεγονός που καταργεί κάθε κίνητρο του εργαζόμενου για ασφάλιση και ταυτόχρονα προκαλεί σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία του αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Οι αντιφάσεις αυτές της βελτίωσης του επιπέδου των κατώτατων συντάξεων πάνω από το όριο της φτώχειας, αποσκοπεί στην ανάδειξη της συνθετότητας του συγκεκριμένου ζητήματος καθώς και στην αναγκαιότητα βελτίωσης των εισοδηματικών δυνατοτήτων των χαμηλοσυνταξιούχων με σοβαρή, όμως, προετοιμασία και ανάλυση του συγκεκριμένου μέτρου, στο πλαίσιο μίας ολοκληρωμένης και ποσοτικά επεξεργασμένης παρέμβασης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αποσπασματικότητα των παρεμβάσεων, θα ακυρώσει τη δυναμική βελτίωσης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και θα αποκρύψει τον σκληρό πυρήνα του προβλήματος, ο οποίος συνίσταται στον σχηματισμό ενός νέου αποθεματικού με την ετήσια καταβολή από το 2005 μέχρι το 2025 δύο δισ. ευρώ για την περίπτωση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι μελλοντικές συντάξεις του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ