«Όταν άρχισα την καλλιέργεια της αγριαγκινάρας, οι υπόλοιποι αγρότες από τις Καρυές της Λάρισας με κοιτούσαν παράξενα… Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς άφηνα μια σίγουρη καλλιέργεια για κάτι πειραματικό».


OΓιάννης Ισκούδης σήμερα, δύο χρόνια μετά το πρώτο εγχείρημά του, νιώθει δικαιωμένος. «Έχω φυτέψει περίπου 520 στρέμματα με αγριαγκινάρα, κάνω τεράστια οικονομία στο νερό και, το κυριότερο, έχω κέρδος, αφού όλη μου η παραγωγή είναι από τώρα κλεισμένη για την παραγωγή βιοκαυσίμων».

ΓΙΑ ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ

«Κάνω τεράστια οικονομία στο νερό και έχω κέρδος, αφού όλη μου η παραγωγή είναι κλεισμένη για βιοκαύσιμα»

Ο 48 χρόνος αγρότης δεν αγωνιά, όπως χιλιάδες άλλοι αγρότες του Θεσσαλικού κάμπου, για τον επερχόμενο… εφιάλτη της λειψυδρίας. Είναι ένας από τους λίγους- ακόμη- που επέλεξαν να αλλάξουν καλλιέργεια και ταυτόχρονα να εξοικονομήσουν νερό, αυξάνοντας παράλληλα το κέρδος από την παραγωγή τους. Άλλωστε μόνο στη Θεσσαλία, όπως λέει ο κ. Γιάννης Μυλόπουλος, καθηγητής του Τομέα Υδραυλικής & Τεχνικής Περιβάλλοντος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, «σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, το ετήσιο έλλειμμα του νερού κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,5 δισ. κυβικών μέτρων».

«Καθόλου πότισμα»!

«Πρόσφατα βγήκε ανακοίνωση για να κάνουμε οικονομία στο νερό», λέει ο κ. Ισκούδης. «Εγώ ήδη δεν αντιμετωπίζω τέτοιο πρόβλημα, μιας και τα ενεργειακά φυτά δεν είναι υδροβόρα. Η αγριαγκινάρα είναι ξερικό φυτό, δεν χρειάζεται καθόλου πότισμα. Έτσι γλιτώνω λεφτά και από το νερό, ενώ το κέρδος μου ειναι περίπου 200 ευρώ το στρέμμα».

Ο κ. Ισκούδης και η οικογένειά του καλλιεργούσαν βαμβάκι επί περίπου τριάντα χρόνια. «Βλέποντας τη ζημιά που κάνει στο περιβάλλον από την υπερβολική χρήση νερού και συνειδητοποιώντας πως δεν είναι πλέον ανταγωνιστική καλλιέργεια- άρα χωρίς μέλλον- αποφασίσαμε να κάνουμε στροφή. Και μέχρι στιγμής δεν το έχουμε μετανιώσει», σημειώνει.

Στροφή για τα δεδομένα της περιοχής του- τον Γερόλακκο Κεραμειών, περίπου 20 χλμ. έξω από τα Χανιά- έκανε και ο 44χρονος αγρότης Χρήστος Γαλανάκης. Στην περιοχή, όπως άλλωστε και στο μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης, η ελιά αποτελεί μονοκαλλιέργεια, και μάλιστα επιδοτούμενη. Ο κ. Γαλανάκης στράφηκε στα κηπευτικά (ντομάτες, φασόλια, μελιτζάνες, καρπούζια, πιπεριές) και μάλιστα προχώρησε κι ένα βήμα παραπέρα. Για την άρδευση των κηπευτικών του δημιούργησε ένα σύστημα ποτίσματος με χρονοδιακόπτη, που έχει ως συνέπεια τη μείωση κατά 50% της ποσότητας του νερού που θα κατανάλωνε χωρίς αυτό. «Μέσω ενός χρονοδιακόπτη ορίζω τον χρόνο και την ποσότητα που απαιτείται για πότισμα, αφού το Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελιάς Χανίων ανακοινώνει την ποσότητα που χρειάζεται το κάθε φυτό ανάλογα με την εποχή», λέει. «Μόνο από το νερό που γλιτώνω, έχω κέρδος…».

«Οι επιδοτήσεις ερημοποιούν την Ελλάδα»


ΤΟ- ΕΠΙΔΟΤΟΥΜΕΝΟ- βαμβάκι, το καλαμπόκι και το τριφύλλι ευθύνονται για το «στράγγισμα» των περισσοτέρων αγροτικών περιοχών, αφού απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού για να παραχθούν. Κάθε χρόνο το 86% της συνολικής κατανάλωσης του νερού πηγαίνει στις ανάγκες της γεωργίας.

Η λύση, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι η επιστροφή στις άλλοτε παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως το σιτάρι, η βρώμη, η σίκαλη, στην καλλιέργεια ενεργειακών φυτών που απαιτούν πολύ λιγότερο νερό, τις δενδρώδεις καλλιέργειες, τα αμπέλια και τα λεγόμενα κτηνοτροφικά φυτά (κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, βίκος).

Ωστόσο, οι περισσότεροι αγρότες επιμένουν σε καλλιέργειες που χρειάζονται πολύ νερό. «Αυτό συμβαίνει επειδή είναι πολλά τα χρήματα από τις επιδοτήσεις…», εξηγεί ο δρ Δημήτρης Ι. Μπιλάλης, επίκουρος καθηγητής Βιολογικής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όπως λέει «η επιδότηση για το βαμβάκι είναι 150 ευρώ το στρέμμα συν 50 ευρώ επιπλέον αν ο αγρότης μπει στο πρόγραμμα μείωσης της χρήσης νιτρικών λιπασμάτων. Δηλαδή εισπράττει 200 ευρώ χωρίς να χρειάζεται να πουλήσει τίποτα».

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κοσμά, καθηγητή Εδαφολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών «περισσότερα από 3 εκατομμύρια στρέμματα δεν θα έπρεπε να καλλιεργούνται αφού βρίσκονται σε κατάσταση ερημοποίησης. Όμως κάτι τέτοιο δεν γίνεται εξαιτίας των επιδοτήσεων. Με αυτούς τους ρυθμούς διάβρωσης σε λίγο καιρό θα υπάρχουν μόνο βράχοι».